«Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου…».

«Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου…». Τι να είχε άραγε  στο  μυαλό  του ο λαϊκός μας στιχουργός και συνθέτης όταν έγραφε αυτόν τον μοναδικό στίχο;
Outsider
«Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου…».

«Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου…». Τι να είχε άραγε  στο  μυαλό  του ο λαϊκός μας στιχουργός και συνθέτης όταν έγραφε αυτόν τον μοναδικό στίχο; Χίλια δυο μπορούμε να υποθέσουμε. Μπορεί να τον  είχε παρατήσει η γκόμενα Κυριακάτικα, μπορεί να σκεφτόταν την δύσκολη Δευτέρα που ακολουθούσε, μπορεί, μπορεί…

Μεγάλωσα με  ένα ελληνικό πρωτάθλημα αμιγώς  Κυριακάτικο. Τρεις το μεσημέρι όλοι  οι  αγώνες το χειμώνα, πέντε το απόγεμα την  άνοιξη. Ολοι  την  ίδια ώρα. Αν  ήθελες να δεις την ομάδα  σου έπρεπε να  πάς στο γήπεδο. Στην ΤV παιζόταν κάθε  χρόνο  μόνο ο τελικός του Κυπέλλου Ελλάδος με  την ΠΑΟΚΑΡΑ  μας πολύ  συχνά παρούσα αλλά  άντε  να  πάρει τίτλο στο «ουδέτερο» της Αθήνας κόντρα στο Π.Ο.Κ.

Πιτσιρικάδες χωρίς  λεφτά και  με  μόνη  ελπίδα να  μας  λυπηθεί ο πορτιέρης στις  θύρες  της Τούμπας περιμέναμε την λυτρωτική  στιγμή, κάπου στο  μέσον του α΄ ημιχρόνου, που  θα μας έλεγε «άντε ρε ΠΑΟΚάκια περάστε τώρα  μέσα!!!».

Αν και το περιμέναμε το  κάλεσμα ο πανζουρλισμός στην παιδική μας ψυχή ήταν έντονος σαν  να  ήταν το δώρο της εισόδου στο Ναό μας μία αναπάντεχη εξέλιξη.

Μπαίναμε στο γήπεδο και στη θέα του Κούδα, του Σαράφη, του Φουντουκίδη, του Αναστασιάδη, του Γούναρη και όλων των συμπαικτών  τους ριγούσαμε από δέος. Τους βλέπαμε σαν γίγαντες, σαν θεϊκές μορφές ισάξιους με  εκείνους του Ολύμπου.  Αυτές τις  ασπρόμαυρες ρίγες στις φανέλες τους  δεν  θα  τις ξεχάσω ποτέ.

Η Τούμπα σε  κάθε ντέρμπι κατάμεστη με σαρδελοποιημένους θεατές που  το  τελευταίο που  τους  ένοιαζε ήταν το στρίμωγμα της κερκίδας. Συνήθως κερδίζαμε και νιώθαμε  κάθε  φορά ότι σηκώναμε κάποιο κύπελλο. Ένα αόρατο κύπελλο φτιαγμένο να στολίζει την φαντασία  μας στην κρίσιμη ηλικία που η ασπρόμαυρη ιδέα θέριευε στη καρδιά  μας και  όσο περνούσε ο καιρός προχωρούσε σε καλπάζουσες μεταστάσεις κυριεύοντας κάθε οργανικό σημείο του παιδικού κορμιού μας.

Ήταν όμως και φορές που  το αόρατο αυτό κύπελλο μας ξεγλιστρούσε. Η κυριακάτικη επιστροφή στο σπίτι γινόταν γολγοθάς. Τα πάντα τα  έσκιαζε η  ήττα.  Τίποτα δεν μπορούσε να ξεριζώσει την πίκρα που νιώθαμε. Αυτές τις μαύρες Κυριακές, επίσης, δεν θα τις ξεχάσω. Θα τις θυμάμαι πάντα για το μόνιμη μπούκωμα που μού πρόσφεραν στο στήθος που  με  έκανε να κλαίω από παράπονο σαν να  είχα χάσει κάποιο παιχνίδι μου ή να μού κλέψανε το χαρτζιλίκι. Γινόταν ακόμη χειρότερη όταν δεν μού έφτανε ο πόνος μου εισέπραττα επιπλέον και τη χλεύη του άμπαλου αδερφού μου και τη συνηθισμένη αποδοκιμασία του Μπαμπά «καλά ρε, βλάκας είσαι να κλαίς για αυτούς;»

Πέρασαν τα χρόνια και τα πράγματα χειροτέρεψαν. Το Κυριακάτικο μπούκωμα συνέχιζε ως μόνιμη επωδός της ψυχής μου καθώς  τα ξεγλιστριμένα αόρατα κύπελλα της  άλλοτε παιδικής  μου αθωώτητας  όλο και πλήθαιναν και τις πιο πολλές φορές από αδικίες τύπου «Παπαπέτρου, Κασναφέρη» κλπ. Ο άλλοτε κραταιός ΠΑΟΚ είχε καταντήσει ομαδούλα της 5ης θέσης. Μας είχαν κατατάξει σε δυναμική και αξία με τους Πανιώνιους, και μη χειρότερα.

Ακόμα και σήμερα δεν λέω να λυτρωθώ από αυτό το Κυριακάτικο μπούκωμα. Ας είναι καλά τα παιδιά μας που  φέτος βάλθηκαν να με ξανακάνουν εκείνο το πιτσιρίκι της Τούμπας του 70΄ , που ξανάφεραν στην καρδιά μου εκείνον τον παιδικό ψυχικό μου πανζουρλισμό κάθε  φορά που επιτέλους ο πορτιέρης έλεγε τη μαγική του φράση «άντε ρε ΠΑΟΚάρες μπείτε μέσα…».

Τσιτσάνη να είσαι καλά εκεί πάνω. Εσύ συννέφιαζες Κυριακάτικα για την αγάπη σου αλλά και εγώ το ίδιο  έκανα …

outsider
paokmania.gr

Διαβάστε ακόμη...