Η μυρωδιά από τις σβουνιές, ταξιδεύει τον Γιώργο Κούδα στα παιδικά του χρόνια

Από humanstories.gr: 'Εχω κάνει αρκετές συνεντεύξεις με τον Γιώργο Κούδα την περίοδο που ασχολούμουν με το αθλητικό ρεπορτάζ.
Πηγή: humanstories.gr
Η μυρωδιά από τις σβουνιές, ταξιδεύει τον Γιώργο Κούδα στα παιδικά του χρόνια

Ξαναδιαβάζοντας τις απομαγνητοφωνήσεις αυτών των συνεντεύξεων, μου έκανε εντύπωση, ότι ένας ποδοσφαιριστής του επιπέδου του Κούδα, με τέτοια καριέρα και διακρίσεις, μιλούσε με μεγάλη νοσταλγία, για τα ντέρμπι της γειτονιάς του. Στα μάρμαρα του Διοικητηρίου και στην πλατεία λαχαναγοράς, όπου εξελίσσονταν μυθικά ντέρμπυ ανάμεσα στους πιτσιρικάδες από διαφορετικές γειτονιές, με έπαθλο φρούτα και λαχανικά που τους έδιναν οι μανάβηδες. Θυμόταν με νοσταλγία τα στοιχήματα που έβαζαν στο «Γουέμπλει» στα μάρμαρα του Διοικητηρίου. Οι νικητές, έπαιρναν σπόρια ή στραγάλια από τον «Ηρακλή». Μου έκανε εντύπωση, ότι ο Γιώργος Κούδας, από τόσες μυρωδιές που έχει μυρίσει στην ζωή του, αυτή από τις σβουνιές των ζώων στην λαχαναγορά, θυμάται περισσότερο, επειδή τον ταξιδεύει στα παιδικά του χρόνια.

Γεννήθηκε πίσω από το νοσοκομείο Άγιος Δημήτριος και σε ηλικία 2 χρονών, μετακομίσανε με την οικογένεια του στην πλατεία λαχαναγοράς. Όταν έγινε δέκα χρονών, μετακομίσανε στην Ίωνος Δραγούμη 57 για να γυρίσει μετά και πάλι στα Περιστέρια και από εκεί στην οδό Παστέρ. Το τελευταίο του σπίτι στην περιοχή, ήταν στην οδό Φιλλίπου. Ήταν τότε που ξεκίνησε το σήριαλ με τον Ολυμπιακό.

Τα πρώτα ποδοσφαιρικά του βήματα, τα έκανε στις αρχές της 10ετίας του 1950, σε επίπεδο πρωταθλήματος γειτονιάς. Τότε δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, ούτε ο ίδιος, ούτε οι άνθρωποι της λαχαναγοράς, ούτε ο κύριος Ιορδάνης που τον πήγε για πρώτη φορά στον ΠΑΟΚ, ότι ο μικρός που ξεσήκωνε την κερκίδα της γειτονιάς με την ντρίπλες και την ταχύτητα του, θα γίνονταν ένας από τους μεγαλύτερος Έλληνες ποδοσφαιριστές. Ότι θα έφτανε να τον αποκαλούν «Μεγαλέξανδρο του ελληνικού ποδοσφαίρου». Πόσο μάλλον, ότι θα γίνονταν η αιτία να χωριστεί παραλίγο η Ελλάδα στα δύο, όταν ο Ολυμπιακός τόλμησε τον Ιούλιο του 1966 να τον πάρει στον Πειραιά, δίχως την συγκατάθεση του ΠΑΟΚ.

Η κόντρα των δύο ομάδων, με «μήλο της έριδος» τον Γιώργο Κούδα κράτησε περίπου δύο χρόνια και χρειάστηκαν απειλές, πολιτικές παρεμβάσεις και πολύ παρασκήνιο, αντάξιο κατασκοπικής ταινίας, για να επιστρέψει τελικά τον Αύγουστο του 1968 στην Θεσσαλονίκη.

Ο Γιώργος Κούδας, αγωνίστηκε στον ΠΑΟΚ, στην πρώτη ομάδα, από το 1963 έως το 1984. Είναι πρώτος σε συμμετοχές με την φανέλα του «δικέφαλου» (504) ενώ είναι δεύτερος σκόρερ όλων των εποχών για την ομάδας της Θεσσαλονίκης στο Πρωτάθλημα, με 133 γκολ, τρία γκολ πιο πίσω από τον Σταύρο Σαράφη που είναι πρώτος. Έχει πανηγυρίσει την κατάκτηση δύο Κυπέλλων Ελλάδος (1972, 1974) και ενός Πρωταθλήματος (1976). Έχει φορέσει 43 φορές την φανέλα της Εθνικής Ελλάδος.

«Η φτώχεια φέρνει ευτυχία. Τα πλούτη δυστυχία»

«Η ζωή μας ήταν φτωχική. Η φτώχεια όμως, φέρνει ευτυχία και τα πλούτη φέρνουν δυστυχία» μου είχε πει και συνέχισε: «Μπορεί να είχαμε φτώχεια, όμως έτσι δένονται οι άνθρωποι. Στην παλιά λαχαναγορά, όπου παίζαµε ποδόσφαιρο, κάθε µέρα, από τις δύο με τρεις τα ξημερώματα, έρχονταν µε τα άλογά τους και τα κάρα αυτοί που πουλούσαν τα προϊόντα, καθώς και οι µανάβηδες που τα αγόραζαν. Μέχρι το µεσηµέρι και µέχρι να καθαριστεί η περιοχή αφού έφευγαν τα κάρα, µύριζε κοπριά. Στην παλιά λαχαναγορά, κάθε µεσηµέρι, µετά το σχολείο µαζευόµασταν και παίζαµε ποδόσφαιρο. Ήταν µια φτωχική περιοχή µε χαµηλά τούρκικα σπίτια. Για να καταλάβεις, το δικό µας σπίτι το πήρε στη συνέχεια ο δρόµος, που ανεβαίνει για τα Περιστέρια. Εµείς, όταν παίζαµε ποδόσφαιρο, µαζεύονταν τριάντα σαράντα άνθρωποι από τη λαχαναγορά και µας έβλεπαν. Μόλις τελειώναµε, µας δίνανε µαρούλια, φρέσκιες ντοµάτες και ότι άλλο είχαν. Πηγαίναµε στην παλιά πλατεία Χορ Χορ, τα πλέναµε και τα τρώγαµε. Έτσι επιστρέφαµε ευτυχισμένοι και χορτασμένοι στα σπίτια µας. Σχολείο πήγαινα στο 58ο που ήταν στη ∆ραγούµη. Επειδή δεν µου άρεσε πολύ το διάβασµα, κοίταζα να προσέχω στην παράδοση, ώστε να μην χρειάζεται να διαβάζω στο σπίτι. Μόλις τελείωνε το σχολείο, πηγαίναµε στην πλατεία λαχαναγοράς. Βάζαµε τις τσάντες για τέρµα και παίζαµε µέχρι το βράδυ. Την Κυριακή, η πρωινή διασκέδαση του κόσµου περιελάµβανε την παρακολούθηση αγώνων ποδοσφαίρου στα "γήπεδα" του κέντρου. Στο ∆ιοικητήριο είχαµε δύο γήπεδα. Το πάνω που το ονοµάζαµε "Γουέµπλεϊ" και το κάτω που είχε για τέρµατα τις δύο εισόδους του. Από εκεί πέρασαν πολλοί µεγάλοι παίκτες. Ο Λυσαρίδης, ο Αποστολίδης, ο Παπαϊωάννου, ο Μαρβάκης, ο Ζαφειρίδης, οι αδελφοί Ψωµιάδη και πολλοί άλλοι. Βάζαµε και στοιχήµατα. Γίνονταν αγώνες και ο νικητής έπαιρνε την µπάλα. Οι µπάλες ήταν πλαστικές τότε. Υπήρχε και ένας αστυνομικός που μας κυνηγούσε και μας έσκιζε τις μπάλες με ένα σουγιαδάκι. Άλλες φορές, οι χαµένοι κερνούσαν σπόρια και στραγάλια από τον "Ηρακλή" που τότε ήταν απέναντι από το ∆ιοικητήριο. Φηµισµένο µαγαζί µε ξηρούς καρπούς. Εγώ έπαιζα στις αλάνες µέχρι τα δεκαοκτώ µου, παράλληλα µε την πρώτη οµάδα του ΠΑΟΚ. Τότε δεν φοβόμαστε μήπως και τραυματιστούμε. Τώρα που οι ποδοσφαιριστές είναι επαγγελματίες, δεν μπορούν να το κάνουν αυτό. Θυµάµαι ένα παιχνίδι στο ΒΑΟ. Στον "Πράσινο Μύλο". Είχαν µαζευτεί γύρω στους χίλιους θεατές για να δούνε το παιχνίδι μας».

Ο Γιώργος Κούδας περιγράφει που βρίσκονταν οι εστίες στο "Γουέμπλει" των παιδικών του χρόνων.

Με δυο παπούτσια πάνινα πέντε νούμερα μεγαλύτερα...

Ο Γιώργος Κούδας, όταν δοκιμάστηκε στον ΠΑΟΚ, του δώσανε να φορέσει παπούτσια Ελβιέλα, πέντε νούμερα μεγαλύτερα από αυτά που φορούσε. Παρόλα αυτά, το ταλέντο του έλαμψε από την πρώτη στιγμή. «Στον ΠΑΟΚ με πήγε ο κύριος Ιορδάνης» είπε και συνέχισε: «∆εν µπορώ να θυµηθώ το επίθετό του. Ήταν φανατικός ΠΑΟΚτσής και µια µέρα ήρθε εκεί που παίζαµε και µου είπε: "Θέλεις να παίξεις στον ΠΑΟΚ;". Τότε ακούγαµε ΠΑΟΚ και µας φαινόταν σαν παραµύθι ότι θα µπορούσαµε να παίξουμε κάποτε εκεί. Με πήρε και µε πήγε στο γήπεδο της Τούµπας. Ηµουν εντεκάµισι χρονών. Το γήπεδο βρισκόταν στα θεµέλια. Τις πρώτες προπονήσεις, τις κάναµε στο πίσω µέρος, εκεί που είναι τώρα η Αγία Βαρβάρα. Την οµάδα την ήξερα, αφού πηγαίναµε στο γήπεδο στο Σιντριβάνι και παρακαλούσαµε "θείο βάλε µε µέσα" κάποιον από τους θεατές. Μας περνούσαν από τα τουρνικέ και παρακολουθούσαµε τα παιχνίδια. Από την παλιά λαχαναγορά µέχρι το Σιντριβάνι πηγαίναµε µε τα πόδια. Και στην Τούµπα µετά, όταν έπαιζα στην οµάδα, µε τα πόδια πήγαινα. Μας έδιναν 1,5 δραχµή για το λεωφορείο για να επιστρέψουµε σπίτια µας, αλλά εγώ την κρατούσα για χαρτζιλίκι και γύριζα µε τα πόδια πίσω. ∆εν υπήρχε κίνδυνος τότε. Όταν µε πήγε ο κυρ Ιορδάνης για να δοκιµαστώ, εγώ φορούσα 37 νούµερο παπούτσι, επειδή έχω µικρό πόδι, όµως η οµάδα δεν είχε τόσο µικρά παπούτσια και µου δώσανε ένα ζευγάρι 42 νούµερο. Πάνινα, Αλυσίδα Ελβιέλα. Ο τότε προπονητής, ο Βίλι, µου έκανε κάποια τεστ και έτσι άρχισα». Τα πρώτα του παπούτσια, του τα έφτιαξε ο κυρ Ανάργυρος. «Ήταν απέναντι από τον Ερυθρό Σταυρό στο λιμάνι. Στα λαδάδικα. Εκείνος έφτιαχνε όλα τα παπούτσια των ποδοσφαιριστών του ΠΑΟΚ» θυμάται.

Η φαντασία χάνεται...

«Όταν ήμουν στα τσικό» λέει ο Γιώργος Κούδας και συνεχίζει: «μαζευόμασταν μια ώρα πριν το παιχνίδι και παίζαμε μέσα στο μεγάλο γήπεδο. Σε κάποια στιγμή, πήρα την μπάλα από το κέντρο, πέρασα επτά αντίπαλους και ξαναγύρισα στο κέντρο. Ο Μιχαήλοβιτς, που ήταν ο προπονητής μας, με φώναξε στην γραμμή του πλαγίου και μου τράβηξε τα αυτιά. Ήρθε τότε ο Βίλι, που προπονούσε την πρώτη ομάδα και του χτύπησε τα χέρια. Ο διερμηνέας του, μου μετέφρασε αυτά που είπε στον Μιχαήλοβιτς. Του είπε, ότι αν δεν κάνει ντρίμπλες τώρα που είναι μικρός, πότε θα κάνει; Του είπε ότι τώρα πρέπει να μάθει και όχι όταν μεγαλώσει και μπει στα συστήματα. Αν δεν παίξεις στην αλάνα, πως θα μπορέσεις να έχεις φαντασία μέσα στο παιχνίδι σου; Τώρα τα παιδιά τα παίρνουν από μικρά στις ακαδημίες και τα περιορίζουν με τα συστήματα. Έχει χαθεί η φαντασία του ποδοσφαίρου. Εγώ ήμουν αναρχικός μέσα στο παιχνίδι. Αυτό είναι το ταλέντο. Ότι και να σου πει ο προπονητής, τι να το κάνεις; Αφού ήξερα ότι με μια ντρίμπλα ή με μια προσποίηση, μπορούσα να ξεσηκώσω τον κόσμο. Να δώσω μια πάσα και να μπει ένα γκολ. Προσπαθούσα πάντα να είμαι μέσα στα σχέδια του κάθε προπονητή, αλλά δεν μπορούσε κανείς να περιορίσει το ταλέντο μου. Εγώ το τρελό μου θα το έκανα. Έτσι και με τα παιδιά. Δεν πρέπει να κόψεις το ταλέντο τους. Παίζει για παράδειγμα η Μπαρτσελόνα. Θα πάρει την μπάλα ο Μέσι και θα πάει επάνω σε δέκα αντιπάλους. Θα τον πιάσει το τρελό του, θα κάνει μερικές ντρίπλες και θα βάλει γκολ. Τι θα του πεις. Γιατί δεν έπαιξες το σύστημα;»

Οι πιο φανατικοί φίλαθλοι σε όλη την Ελλάδα.

«Πιστεύω ότι οι φίλαθλοι στην Θεσσαλονίκη, είναι οι πιο φανατικοί σε όλη την Ελλάδα» λέει ο Γιώργος Κούδας και συνεχίζει: «Αυτό το έχω ζήσει ο ίδιος από το 1963 που ξεκίνησα το ποδόσφαιρο, μέχρι και που σταμάτησα το 1984. Βέβαια αυτό το γεγονός έχει εξήγηση και η εξήγηση αυτή δεν είναι καθαρά αθλητική, αλλά κοινωνιολογική. Τότε, οι άνθρωποι στην επαρχία, ένιωθαν μειονεκτικά γενικότερα απέναντι στην Αθήνα και μέσα από τις ομάδες, έψαχναν την δικαίωση τους απέναντι στον ΠΟΚ. Και στον τομέα αυτό όμως, η αδικία ήταν εμφανέστατη και οι φίλαθλοι, ήθελαν να δικαιωθούν μέσα από το ποδόσφαιρο και για τις αδικίες που βίωναν με τις ομάδες τους, αλλά και γενικότερα. Έτσι άρχισαν να στέκονται πλάι στους συλλόγους που υποστήριζαν με περισσότερο φανατισμό. Η δικαίωση των φιλάθλων απέναντι στις αδικίες του ΠΟΚ ήρθε αργά, αλλά ήρθε. Ήρθε με τα δύο Κύπελλα του ΠΑΟΚ το 1972 και το 1974 καθώς και με το Κύπελλο που πήρε ο Άρης μέσα στο Καυτανζόγλειο το 1970.

Εδώ βρισκόταν το σπίτι του Γιώργου Κούδα στην παλιά λαχαναγορά. Επάνω στον δρόμο που οδηγεί στα Περιστέρια.

Οι φίλαθλοι τότε, δεν είχαν την ευκαιρία να μαθαίνουν νέα από τις ομάδες της Θεσσαλονίκης, αφού οι εφημερίδες δεν ήταν όπως τώρα, δεν υπήρχε τηλεόραση και το ραδιόφωνο μετέδιδε μόνον τους αγώνες των μεγάλων ομάδων του ΠΟΚ. Με τις επιτυχίες όμως, άρχισαν να γίνονται γνωστές και οι ομάδες της Θεσσαλονίκης και να αποκτούν φιλάθλους σε όλη την Ελλάδα. Οι φίλαθλοι της Θεσσαλονίκης, με τις επιτυχίες αυτές στάθηκαν ακόμη περισσότερο πλάι στις ομάδες της πόλης, νιώθοντας ότι δικαιώνονταν απέναντι στο ΠΟΚ. Αυτή η φανατική αγάπη για τις ομάδες της Θεσσαλονίκης από τους φιλάθλους τους, κρατά μέχρι και σήμερα, αφού η αδικία δεν έχει εκλείψει από το ελληνικό Πρωτάθλημα. Η αδικία αυτή, είναι ο κινητήριος μοχλός για την στήριξη που προσφέρουν στις ομάδες τους οι φίλαθλοι, που όσο βλέπουν να αδικούνται, τόσο πεισμώνουν και φανατίζονται».

Διαβάστε ακόμη...