Ενηλικίωση

Το ξέρω, κοροϊδεύω συνέχεια τα πιτσιρίκια στο πέταλο για τα χαζοσυνθήματα που φωνάζουνε με τις εκδρομές και τα ναρκωτικά και που σκότωσαν για το εισιτήριο.
Πηγή: isovitis.gr
Ενηλικίωση

Και πιο πολύ αυτό το Δικέφαλε Μεγάλωσα και πήγα Πρώτη Λυκείου, που πωρώνονται και τρέχουν τα σάλια όπως το τραγουδάνε παθιασμένα κι άμα δεν το λες εσύ που είσαι σαράντα χρονών και, όσο να πεις, μεγάλωσες λίγο παραπάνω απ' αυτούς, μπορεί και να σου την πέσουνε και να σε πούνε ασφαλίτη, όπως συνέβη προ ημερών σε άλλο συνοπαδό μας της γενιάς του τσιμέντου.

Και τα 'βαλα κάτω, να σκεφτώ πότε μεγάλωσα εγώ. Γιατί αν είναι να τους κοροϊδεύεις, δες πρώτα τι έκανες εσύ στην ηλικία τους και τι θα φώναζες αν ήσουν σήμερα 16-17 χρονών. Και κοίτα να δεις τι ανακάλυψα, «μεγάλωσα» κάπου εκεί, ανάμεσα στα 16 και τα 19 μου, στην ηλικία αυτών που κοροϊδεύω για τα συνθήματα, δηλαδή. Ανάμεσα σε δύο αφίσες, σε δύο σπίτια, σε δύο δωμάτια, ανάμεσα σε δύο ευρωπαϊκές κούπες. Κάποια στιγμή, ανάμεσα στο 1991 και το 1994. Πότε ακριβώς, θα σας γελάσω, δεν είμαι σίγουρος, δεν ξέρω αν μεγαλώνεις μία μέρα απότομα, αλλά η δική μου ενηλικίωση συνέβη σ' εκείνη την τριετία-τετραετία.

Τι είχαν αυτά τα συγκεκριμένα χρόνια, από το 1990-1991 ως το τέλος του 1994; Τα πάντα. Τα περισσότερα που έζησα με τον ΠΑΟΚ τα έζησα εκείνη την περίοδο –μετά απλώς έκανα επαναλήψεις, γιατί σαν την πρώτη φορά δεν έχει. Το 1991 ζούσα στο χωριό, σ' ένα παιδικό δωμάτιο με AC/DC, Sepultura, Megadeth, Motorhead στους τοίχους να πλαισιώνουν τη βασική αφίσα πάνω από το κεφάλι μου: «ΠΑΟΚ ΚΥΠΕΛΛΟΥΧΟΣ ΕΥΡΩΠΗΣ 1991». Το 1994 ζούσα στην πόλη, σ' ένα φοιτητικό δωμάτιο με Τρύπες, Nirvana, Prodigy, RATM και πάνω από την πόρτα, να σε καλωσορίζει ή να σε κρατάει μακριά από το δωμάτιο, η αφίσα: «ΠΑΟΚ ΚΥΠΕΛΛΟΥΧΟΣ ΚΟΡΑΤΣ 1994». Ενδιάμεσα, δεν ξέρω πόσες μέρες υπήρξαν, αν υπήρξαν, δίχως κάτι που να μην έχει σχέση με τον ΠΑΟΚ.

Η πρώτη φορά στη Θύρα 4, στα πέναλτι με τη Σεβίλλη, λίγες μέρες μετά την αποχώρηση του Θωμά από το ΟΑΚΑ. Το οτοστόπ, όλη την τριετία, για κάθε μικρό και μικρομεγάλο ματς με Παναχαϊκές και Ιωνικούς και Απόλλωνες. Οι τρεις κάθοδοι στον Πειραιά. Οι λασπουριές κάθε χρόνο στη Δράμα. Το διπλό στο Χαριλάου και η ανατροπή με τον Ολυμπιακό 3-0 στο Κύπελλο με το γύψο και τις πατερίτσες να προσπαθώ να πηδήξω από την 8 μέσα στο γήπεδο. Τα πανιά Kavala City και Ισοβίτες, τα πιο χοντρά πάνω στο κάγκελο που τα κουνούσε όλα ο αέρας και τα δικά μου βαριούνταν και έμεναν μια ζωή απλωμένα. Η μεγάλη σφαγή από τον Περικλή Βασιλάκη και ο χαμένος διπλός τελικός με τον Αθηναϊκό που μας περίμενε, τη μέρα που πρωτοτραγουδήθηκε στην Τούμπα ο «Εθνικός Ύμνος του ΠΑΟΚ» με χαρτάκια μοιρασμένα στο πέταλο γραμμένα με στιλό για να τον μάθουνε όλοι.

Τα ταξίδια για τα φιλικά τα Καλοκαίρια, οι απίστευτοι ποδοσφαιριστές που τους ρωτούσαμε στην προθέρμανση πώς τους λένε, η Μαλίν, η αναζήτηση γερανού για να δούμε απ' έξω το ματς με την Τιρόλο, η τριάρα από τη γριά, η Μεγάλη Βροχή της Τούμπας με τον ΟΦΗ, οι κοσμοπλημμύρες στις Σέρρες και την Ξάνθη, ο Πελέ, ο Μανάβης, ο Σήφης, ο Μπέλλος, ο Παύλος, ο Μάριος, ο Στέλιος, άνθρωποι που έβλεπα από κάτω τους έβλεπα μετά από πάνω, άλλοι να μου κλείνουν το μάτι κι άλλοι να με κυνηγάνε που κάνω αταξίες, η «προεδρία» του συνδέσμου-φάντασμα στην Καβάλα και τα τρεξίματα για τις εκδρομές, ο διαγωνισμός ρίψεων στους παναθηναϊκούς στην 8 έξω από το γήπεδο και η βαθμολόγηση των συμμετεχόντων με άριστα το 10 που κέρδισε με 10/10 ένας πιτσιρικάς 40 κιλά που δεν του φαινότανε, το τεράστιο ταξίδι με το Μόρις και ο Μαγκντί Τολμπά με το πιο ωραίο γκολ όλων των εποχών, το 4-0 από 2-0 με τη Δόξα, το 3-0 από 2-0 στην παράταση με την ΑΕΚ, το σκατομάτς στην Ξάνθη που ισοφαρίσαμε στο 90' και χάσαμε στις καθυστερήσεις, ο πρώτος τελικός με τον Ολυμπιακό, το σπάσιμο της παράδοσης λίγες μέρες μετά.

Τα μπλουζάκια Ισοβίτες και η επίδειξη τέσσερα άτομα κερκίδα με τον Πανδραμαϊκό, το ταξίδι στο Παρκ Ντε Πρενς, η ρεβάνς με το πανί μου πρώτη μούρη σε όλα τα επεισόδια που εγώ έτρωγα ένα χιλιόμετρο έξω από το γήπεδο, η αποχή με τις χαμένες Κυριακές οτοστόπ από το χωριό για να μη σε αφήνουν να μπεις μέσα, η εκδρομή στη Λιβαδειά τη μέρα του πολιούχου και η παρέλαση μαζί με τους επίσημους και τους παπάδες, το 3-1 με τον βάζελο που χάσαμε τα πρώτα δύο γκολ και το νομίζαμε ισοπαλία για πόση ώρα, οι θλιμμένες εκδρομές από την Καβάλα στην Τούμπα με τις βουβές επιστροφές των ισοπαλιών με τους «μεγάλους», η τελευταία εκδρομή με το διπλό μέσα στο Καυτανζόγλειο, η μετακόμιση στη Θεσσαλονίκη, η τριάρα στο γάβρο για καλωσόρισμα ως οικοδεσπότης, ο τουριστικός γύρος των Βόρειων Προαστίων με τη Νεάπολη μετά την τριάρα από τον Παναθηναϊκό στο ΟΑΚΑ για πόσες ώρες, ο Άγιος Νικόλαος, η τεσσάρα με τον Τουρσουνίδη στο Χαριλάου, το κυνηγητό του Θωμά, τα σπρέι, οι κοπάνες, οι απουσίες, μέρες και νύχτες στους δρόμους, ώρες ολόκληρες χωρίς τσιγάρα μέχρι να σταματήσει ένας άνθρωπος να σε πάει πιο κάτω.

Η πρέζα στη διπλανή φλέβα, τα σιρόπια στη διπλανή θέση, τα χάπια στο διπλανό τραπέζι. Οι λιποθυμίες, ο ηλεκτρικός, η Ομόνοια. Τα μαχαιρώματα εκεί, λίγο πιο κάτω από το πεζούλι που περίμενες το αστικό, τα ντου, τα σπασμένα παρμπρίζ στη Λάρισα, οι πέτρες από τα μπαλκόνια στη Νίκαια και η επιστροφή τους που ακόμα κουβαλάει μπάζα αυτός που το ξεκίνησε, οι ματαζήδες, το απίστευτο πούλημα τρέλας ως τρόπος ζωής, ο Σύνδεσμος της Νεάπολης, δεύτερο σπίτι, τα παπατζιλίκια στην ΠΑΕ για τα εισιτήρια, φίλοι, αδέρφια, συνοδοιπόροι, καλά παιδιά, κακά παιδιά, ήρεμοι, τρελαμένοι, μαστουρωμένοι, στουπί στο μεθύσι από πριν το ξεκίνημα για το ταξίδι κι εσύ να προσέχεις όταν ξερνάνε να μην πνιγούν, να προσέχεις μη σου πεθάνει κανείς στο δρόμο ή στο τσιμέντο όπως έπεφταν σα να τους πυροβολούσαν κάτω από τα Παοκολέ, η δύσκολη επιστροφή στην καθεμέρα σου στην πόλη και στο σχολείο, στον καφέ, στους παιδικούς φίλους σου που δεν είχαν ιδέα για όλα αυτά και γι' αυτούς δεν ήσουν παρά ένας τρελάρας κολλημένος με το γήπεδο και δεν τους έλεγες τίποτα επειδή δεν μπορούσαν να ξέρουν τι νιώθεις.

Οι κατοστάρες στο μπάσκετ για πλάκα σε κάθε ματς με τις γειτονιές της Αθήνας, το πρώτο ευρωπαϊκό, το κλάμα για την απώλεια του δεύτερου, η φρίκη του φάιναλ φορ, το Πρωτάθλημα μέσα στον Πειραιά που το πανηγύρισα μέσα στο τρένο με κάποιον Θωμά φαντάρο, καλή του ώρα, που το ακούγαμε από το τρανζιστοράκι του βρίζοντας τους τρενατζήδες για την καθυστέρηση. Ο Κεν, ο Κλιφ, ο Μπάνε, ο Κόρφας, η φυγή του Φασούλα, η επιστροφή του, τα δέκα ΠΑΟΚ-Άρης και Άρης-ΠΑΟΚ που έκανα το παγκόσμιο ρεκόρ όλων των εποχών 10-0 νίκες σε χρόνια που ένα κερδίζαμε κι ένα χάναμε αλλά εγώ όλο τύχαινε να πηγαίνω στους θριάμβους, τα συνθήματα του ποδαριού ώρες πριν αρχίσουν τα ματς στο μπάσκετ, η μεγάλη πορεία προς το φάιναλ φορ που δεν έχασα ούτε ένα ματς και σχεδόν σε όλα γύρισα το άλλο πρωί καρφί για το σχολείο περνώντας τη νύχτα στις κρέπες του Ναυαρίνου, οι φάπες από τον Μανάβη που και οι δύο ήταν σωστές και μου άξιζαν, το ψάρωμα στο Σύνδεσμο στις Συκιές που σκεφτόμουν πως δε θα βγω ζωντανός από εδώ μέσα έτσι μαυρίλας γεμάτος πεντάλφες που αυτοί έπαιζαν χασικλίδικα και με είχαν στη γωνία επί μία ώρα, η μπουνιά του Κλιφ που ακόμα πονάνε τα δάχτυλα στο δεξί χέρι, η απογείωση σε κάθε κάρφωμα και σε κάθε τρίποντο. Τα ευρωπαϊκά με τον Πανιώνιο, αποθέωση, τι μπασκετάρα.

Ο Μπακατσιάς, ο Ελληνιάδης, ο τι τη σκότωσε την τρελή, ο στάζει πιπέρι, ο κατάρα σου 'δωσε ο Θεός, ο καφετζής με τα τρίποντα έρμπολ στο ημίχρονο που μια φορά ένα δεν έβαλε, η καρακάξα μασκότ, ο Μάτζικ, ο Τσέκος, ο Πιτ, ο Ρεντζιάς με τα παπούτσια που χάριζε νούμερο 56, το μποϊκοτάζ στη Λάκτα, το συλλαλητήριο για τον αλητήριο που έκανε πολιτικό άνδρα τον Βενιζέλο, τα μαγαζιά της Εθνικής και οι ομαδικές αγορές με τις άυλες πιστωτικές κάρτες είκοσι χρόνια πριν κυκλοφορήσουν επίσημα, η βραδιά στην Τσιμισκή μετά το ματς με την Ορτέζ, η αγωνία να λήξει η μπάλα στην Τούμπα για να τρέξω στο Παλέ για το επόμενο ματς, οι παγωνιές, τα χιόνια, οι βροχές, τα μουσκεμένα ρούχα απλωμένα πάνω από τις κουρτίνες του πούλμαν, τα κονβόι στην παλιά Εθνική σαν τρένα με τριάντα βαγόνια, πόσα ακόμα, πόσα να θυμηθείς και πόσα να ξεχάσεις είκοσι τόσα χρόνια μετά, πόσοι χάθηκαν, πόσοι έμειναν, πόσα άλλαξαν και δε θα ξανάρθουν, όπως εκείνη η εποχή, πέθανε, όποιος την έζησε ήταν άτυχος και τυχερός μαζί, αλλά πέθανε.

Κάπου εκεί, τέλη του 1994, θα καθόμουν στο μπαλκόνι του δικού μου, πλέον, φοιτητικού σπιτιού που μέναμε με την Άννα, που την έκλεψα και με έκλεψε και από τότε είμαστε μαζί, βραδάκι, μετά το ΠΑΟΚ-Παγκράτι 78-66 που το έχω σημειωμένο ως «Δεκέμβριος 1994» επειδή εκείνη τη μέρα μαλώσαμε με την αστυνομία στο Παλέ που απαιτούσα να της βγάλουν και να της ψάξουν τις Βέρμαχτ επειδή ήξερα πως έχει τρύπια κάλτσα και φώναζα στην αστυνομικίνα «κρύβει εκρηκτικά στη δεξιά μπότα» κι η Άννα κοκκίνισε, θα με χτυπούσε ο παγωμένος βοριάς ψηλά στην Αγίου Δημητρίου, θα τα σκεφτόμουν όλα αυτά, αποφασισμένος να ρίξω λιγάκι τους τόνους και να ηρεμήσω τώρα που παίζω πλέον εντός έδρας χωρίς οτοστόπ και εκδρομές σε κάθε αγώνα για Τούμπα και για Παλέ, μπορεί και να σκέφτηκα, εκείνη τη μέρα, «Δικέφαλε, μεγάλωσα» και άμα το τραγουδούσανε τέτοιο σύνθημα στα τσιμέντα τότε, μπορεί να το τραγουδούσα κι εγώ. Ή όχι, σιγά μην τραγουδούσα διασκευή της Γαρμπή, ειδικά τότε που είχα πέσει στα σκληρά πανκοροκάδικα, δεν παίζει να έκανα τέτοιο πράμα. Θα έλεγα μόνος μου τον τρελογιατρό, μάλλον. Τι σημασία έχει, άλλη εποχή, άλλη κερκίδα, τι μ' έπιασε τώρα και τα θυμήθηκα τα τσιμεντένια ρετρό.

Διαβάστε ακόμη...