Λιοντάρι έξω απ’ το κλουβί!
SHARE:

Μία λοξή ματιά στον διαιτητή. Μία βαθιά αναπνοή. Τέσσερα βήματα με το κεφάλι χαμηλά και ένα δυνατό, διαγώνιο χτύπημα στην απέναντι γωνία. Ο τερματοφύλακας πέφτει στην σωστή γωνία, όμως είναι αδύνατον να προλάβει. Ο πιτσιρικάς με το 2 στην πλάτη βγάζει την φανέλα και πνίγεται σε ένα ποτάμι από αγκαλιές.
Είναι μόλις 17 ετών, όμως αισθάνεται ήδη βασιλιάς του κόσμου. Με δικό του πέναλτι, η Αγγλία ανεβαίνει το καλοκαίρι του 2014 στην κορυφή της Ευρώπης στην ηλικιακή κατηγορία Κ-17 και γράφει το όνομα του στο πάνθεον της ιστορίας, μαζί με τους νικητές του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966.
Ο Τζόντζο Κένι ψηφίζεται στην κορυφαία ενδεκάδα της διοργάνωσης, η τελική φάση της οποίας διεξάγεται στην Μάλτα, όμως νιώθει νοσταλγία. Νιώθει σαν ψάρι έξω από το νερό. Του συμβαίνει κάθε φορά που φεύγει από το Λίβερπουλ, είναι ένα παιδί που δεν μπορεί να αντέξει για πολύ μακριά από την αλμύρα του αέρα στο Μέρσεϊσαϊντ.
Τα πάντα μέσα του είναι μπλε, ακόμα και το αίμα που κυλά στις φλέβες του. Μεγαλώνει στην συνοικία του Kirkland, σε απόσταση αναπνοής από το «Γκούντισον Παρκ».
Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, ονειρεύεται μόνο ένα πράγμα. Να φορέσει την φανέλα της Έβερτον. Δεν υπάρχει κανένας άλλη επαγγελματική επιλογή και φυσικά καμία άλλη ομάδα στον κόσμο. Μόνο Έβερτον.
Θυμάται εκείνα τα μεσημέρια του Σαββάτου, αυτό τον ιδιαίτερο ηλεκτρισμό κάθε φορά που τα «ζαχαρωτά» παίζουν εντός έδρας. Οι παμπ είναι γεμάτες. Η μπύρα ρέει άφθονη. Τα συνθήματα στην διαπασών.
Το σπίτι του απέχει λιγότερο από ένα μίλι από τον «μπλε ναό» και εκείνος σε κάθε παιχνίδι ρουφάει κάθε ήχο, κάθε εικόνα, κάθε μυρωδιά από τις αναμετρήσεις της στην Premier League, βαδίζοντας περιμετρικά του «Γκούντισον Παρκ» για ατέλειωτες ώρες.
Μοιάζει με αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Εννιά ετών εγγράφεται στις ακαδημίες της αγαπημένης του ομάδας και βήμα-βήμα πλησιάζει στην στιγμή της απόλυτης ονείρωξης.
Είναι ένας γνήσιος scouser, έχει την τοπική ντοπιολαλιά, τις συνήθειες, την νοοτροπία, δεν θέλει να αποχωρίζεται το Λίβερπουλ ούτε στις διακοπές.
Το κάνει μόνο όταν υπάρχουν εθνικές υποχρεώσεις, είναι διεθνής σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες και το 2017 κάνει το πιο μακρινό ταξίδι που έχει κάνει μέχρι τότε.
Μαζί με τους συμπαίκτες του στην Έβερτον, Ντόμινικ Κάλβερ-Λιούιν και Κίραν Ντάουελ είναι βασικά στελέχη της Εθνικής Νέων που ταξιδεύει στην Νότια Κορέα για το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Παίζει σε όλα τα παιχνίδια στην πορεία ως τον τελικό, εκεί που τα λιοντάρια επικρατούν με 1-0 της Βενεζουέλας με γκολ του Κάλβερτ-Λιούιν και φτάνουν ως στην κορυφή του κόσμου, όλο το νησί μιλάει για αυτή την τρομερή φουρνιά που έρχεται να τα σαρώσει όλα.
Ωστόσο, στην συνείδηση του, τίποτα από όλα αυτά δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό που ένιωσε το μεσημέρι της 15ης Μαΐου του 2006. Μπαίνει ως αλλαγή αντί του Μέισον Χόλγκεϊτ στην αναμέτρηση με την Νόριτς και κάνει το ντεμπούτο του στην Premier League με την ομάδα των ονείρων του. Παλεύει να συγκρατήσει τα δάκρυα του, ωστόσο ξέρει πια ότι τα πολύ δύσκολα ανήκουν στο παρελθόν.
Έχει δίκιο, αλλά κι άδικο συνάμα…
Είναι από τα αγαπημένα παιδιά της εξέδρας. Είναι ντόπιος, παιδί των ακαδημιών, φιλότιμος, σκληρός, τρέχει για όλους, αλλά ακόμα δεν έχει το επίπεδο Premier League.
Συν τοις άλλοις πέφτει πάνω στον Σίμους Κόουλμαν, έναν δεξιό μπακ θρύλο για τα ζαχαρωτά, που δεν βγαίνει από την ενδεκάδα, ούτε στα… φιλικά.
Πέφτει σε ζόρικες εποχές της Έβερτον. Τόσο από αγωνιστικής, όσο και οικονομικής πλευράς. Μετά από δύο δανεισμούς σε Γουίγκαν και Όξφορντ για να «ψηθεί», κερδίζει την μονιμοποίηση στην ομάδα της καρδιάς του και δουλεύει με προπονητές θρύλους.
Από τον Κάρλο Αντσελότι και τον Ράφα Μπενίτεθ, ως τον Ρόναλντ Κούμαν και τον Φρανκ Λάμπαρντ. Παραδόξως, αυτός ο τελευταίος, παρότι έχει την μικρότερη εμπειρία στους πάγκους είναι ο αγαπημένος του. Ίσως επειδή είναι πιο κοντά στους παίκτες από όλους.
Το καλοκαίρι του 2019 έχει πατήσει τα 22 και παρότι έχει 30 παιχνίδια Premier League στα πόδια του, κανείς δεν του εγγυάται ότι θα παίζει.
Εκεί, για πρώτη φορά κάτι εκρήγνυται μέσα του. Νιώθει την ανάγκη να βγει από την ζώνη ασφαλείας του και να δοκιμάσει κάτι καινούργιο από το μηδέν. Αποδέχεται την πρόταση δανεισμού της Σάλκε που τότε είναι από τις κορυφαίες ομάδες της Bundesliga και όταν ανοίγει την πόρτα των αποδυτηρίων νιώθει ένα μικρό σοκ.
Δεν γνωρίζει γρι γερμανικά και κανείς από τους νέους του συμπαίκτες δεν τον υποδέχεται με αγγλικά, παρά μόνο με μερικές κρύες χειραψίες. Αντιλαμβάνεται πως είτε θα κολυμπήσει είτε θα βουλιάξει.
«Όλοι ξέρουν ότι είμαι ένας aggressive παίκτης. Λατρεύω να αμύνομαι και να κάνω τάκλιν, αλλά επίσης να βγαίνω και μπροστά. Προσπαθώ να έχω θετική επιρροή στην ομάδα και να είμαι εκεί όποτε με χρειάζονται οι συμπαίκτες μου», είναι τα λόγια με τα οποία αυτοπαρουσιάζεται.
Το ξεκίνημα είναι υπέροχο. Ο Κένι σκοράρει μόλις στο τρίτο του επίσημο παιχνίδι και στον πρώτο μήνα της παρουσίας του στα γερμανικά γήπεδα, ψηφίζεται rookie του μήνα. Παίρνει την φανέλα του βασικού σπίτι του, είναι ο δεύτερος σε λεπτά συμμετοχής σε όλη την σεζόν, όμως η Σάλκε γλιτώνει στο τσακ τον υποβιβασμό και έχει μπει στην δίνη οικονομικών προβλημάτων.
Η εμπειρία όμως είναι καλή. Ο Κένι είναι πια σίγουρος ότι αξίζει, ότι μπορεί να παίξει μπάλα, να σταθεί και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όχι, όμως στην Έβερτον που είναι ένα χαοτικό περιβάλλον.
Κάνει μία ακόμα χειρότερη επιλογή και βγάζει το δεύτερο μισό της σεζόν 2020-21 στην Σέλτικ, η οποία όμως τελειώνει την σεζόν με υπηρεσιακό προπονητή μετά την αποχώρηση του Νιλ Λένον και χωρίς στόχους στην σεζόν. Παίζει πολύ, αλλά παίζει άσχημα.
Έχει κάποια αξεπέραστα προσωπικά προβλήματα που δεν του επιτρέπουν να δείξει αυτά που ξέρει, οι Κέλτες δεν εξασκούν την οψιόν αγοράς, είναι φανερό ότι πρέπει να βρει μία ομάδα στην οποία να νιώθει καλά, ένα υγιές περιβάλλον.
Το 2022 εμφανίζεται στην ζωή του η Χέρτα. Η πρώτη του γερμανική εμπειρία τον κάνει να πει αμέσως ναι, το Βερολίνο είναι μία πραγματική αποκάλυψη στην ζωή του.
Αποφασίζει να το ζήσει, όσο περισσότερο γίνεται. Μαθαίνει την γλώσσα, την κουλτούρα, την κουζίνα, αποφασίζει να περπατήσει κάθε γωνιά της γερμανικής πρωτεύουσας, τα πλακόστρωτα καφέ, τις μουσικές σκηνές, τον ζωολογικό της κήπο.
Παίζει συνεχώς σε ένα γεμάτο γήπεδο 70.000 θέσεων και τικάρει ένα ακόμα στόχο στην καριέρα του. Μετά από το ντέρμπι του Μέρσεϊσαίντ, το old-firm στην Σκωτία, το ντέρμπι του Ρουρ, παίζει και σε ντέρμπι Βερολίνου, ανάμεσα σε Χέρτα και Ουνιόν.
Μένει τρία γεμάτα χρόνια στο Βερολίνο, εκεί γεννιέται και το πρώτο του παιδί. Μένει ακόμα και όταν η ομάδα υποβιβάζεται στην ZweiteLiga, για την ακρίβεια εκεί είναι που βγαίνει μπροστά.
Μέχρι φέτος ξέραμε όλοι πως ήταν ένα μηχανάκι στην δεξιά πτέρυγα: «Ποτέ στην καριέρα μου δεν ήμουν σε καλύτερη φυσική κατάσταση από ότι τώρα», έλεγε σε μία πρόσφατη συνέντευξη του την άνοιξη για να προσθέσει: «και ποτέ δεν χρειαζόταν να είμαι σε τέλεια φυσική κατάσταση, όσο τώρα. Ο ρυθμός των παιχνιδιών στην Γερμανία είναι εξωφρενικός».
Ωστόσο την περασμένη σεζόν αρχίζει να έχει και τρομερή επιθετική επίδραση. Τα ανεβάσματα του είναι πιο συχνά και πιο ποιοτικά. Αρχίζει να παίρνει εκτελέσεις στημένων. Ο ρόλος του γίνεται ακόμα πιο σημαντικός.
Κλείνει την σεζόν με 8 ασίστ, κανείς άλλος μπακ στην δεύτερη κατηγορία της Γερμανίας δεν είχε πέρσι περισσότερες, όμως η Χέρτα έχει βαλτώσει για τα καλά, μακριά από τις θέσεις ανόδου.
Μετά από τρία γεμάτα χρόνια στο Βερολίνο και κοντά 100 παιχνίδια με την φανέλα της (5 γκολ / 16 ασίστ) νιώθει πως όλο αυτό πρέπει να το κεφαλαιοποιήσει κάπως.
Μιλάει με ομάδες της Bundesliga (Κολωνία, Βέρντερ) και της πατρίδας του (Σέφιλντ Γιουνάιτεντ), όμως επιλέγει ΠΑΟΚ γιατί όπως δήλωσε του έχει λείψει «να κυνηγά τίτλους, διακρίσεις, να παίζει Ευρώπη».
Όσο κι αν τον ψάξεις δεν θα βρεις red flags. Είναι στην καλύτερη ηλικία, ώριμος, «παιγμένος», έχει σηκώσει βαριές φανέλες στην πλάτη, χωρίς τραυματισμούς, είναι ήρεμος, οικογενειάρχης, συνειδητοποιημένος, προέρχεται από σεζόν καριέρας.
Ο Τζόντζο Κένι έρχεται στον Δικέφαλο σαν «λιοντάρι» έξω από το κλουβί, με όρεξη να καταβροχθίσει νίκες, τίτλους, πρωταθλητισμό.
Είναι τα μόνα που του έλειψαν…
