Ο πληθωρισμός που παίζει… μπάλα και ο ΠΑΟΚ
SHARE:

Τα ποσά που εμπλέκονται στις μεταγραφές και τα συμβόλαια των ποδοσφαιριστών έχουν αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία, με τον πληθωρισμό στη μεταγραφική αγορά να συνιστά ένα οικονομικό φαινόμενο που χαρακτηρίζει το σύγχρονο ποδόσφαιρο με επιπτώσεις τόσο σε διεθνές επίπεδο, όσο και στην ελληνική πραγματικότητα. Η εξακολουθητική αύξηση των τιμών και των συνολικών απολαβών των παικτών που δίνονται από τους συλλόγους προκειμένου να ενισχύσουν το δυναμικό τους δοκιμάζουν τις οικονομικές αντοχές τους, ενώ οι ήδη οικονομικά ζημιογόνες ελληνικές ΠΑΕ έχουν αλλάξει τα δεδομένα στη λειτουργία, αλλά και στη βιωσιμότητά τους για να ανταποκριθούν στις συνθήκες. Μέσω στρατηγικών που εφαρμόζουν, επιδιώκουν να δημιουργήσουν επιπρόσθετες πηγές εσόδων για να αντισταθμίσουν τα έξοδα που υπερβαίνουν αισθητά και σταθερά τον τζίρο τους.
Η εκτόξευση των μεταγραφικών δαπανών: Πώς άλλαξαν την τελευταία δεκαετία
Αναλύοντας τα ποσά που επενδύθηκαν για τις μεταγραφικές προσθήκες κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα σεζόν από συλλόγους σε όλο τον κόσμο, ώστε να μετρηθεί η εξέλιξη τους και ο πληθωρισμός των τιμών των ποδοσφαιριστών, διαπιστώνεται ότι εκείνα που καταβάλλονται από τις ποδοσφαιρικές ομάδες για προσλήψεις (σ.σ χωρίς επιπρόσθετα ποσά που εξαρτώνται από μελλοντικές πωλήσεις) αυξάνονται συνεχώς, λαμβάνοντας υπόψιν τις αγωνιστικές περιόδους μεταξύ των σεζόν 2013-2014 και 2019-2020. Το τελευταίο χρονικά υψηλότερο ποσό που επενδύθηκε σε μεταγραφές από τους ποδοσφαιρικούς συλλόγους παγκοσμίως ήταν τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ την αγωνιστική περίοδο 2022-2023 μετά τη σεζόν ρεκόρ 2019-2020 κατά την οποία δόθηκαν 9.7 δισεκατομμύρια.
Σύμφωνα με το Ποδοσφαιρικό Παρατηρητήριο, «CIES», τα χρηματικά ποσά που κατέβαλε ένας σύλλογος προς έναν άλλο προκειμένου να αποκτήσει τα δικαιώματα ενός ποδοσφαιριστή το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα (2013-2014 έως το 2019-2020) αυξήθηκαν κατά μέσο όρο 9%. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως η τιμή ενός παίκτη που κόστιζε 1 εκατομμύριο ευρώ το 2013-2014, αυξήθηκε στα 2.16 εκατομμύρια το 2022-2023.
Ένα σημαντικό στοιχείο που προκύπτει είναι η αυξανόμενη τάση για μεταγραφές που περιλαμβάνουν όρους επιπρόσθετων πληρωμών (add-ons), με τους συλλόγους να αναζητούν καθ΄αυτόν τον τρόπο πιο ευέλικτους τρόπους χρηματοδότησης, οι οποίοι πλέον αντιπροσωπεύουν ποσοστό υψηλότερο του 15% των συνολικών μεταγραφικών ποσών. Από την αγωνιστική περίοδο 2013-2014 οι μεταγραφές με υπό όρους πληρωμή αυξήθηκαν σε 3.17 εκατομμύρια ευρώ και κορυφώθηκαν το 2019-2020 σε 5.01 εκατομμύρια. Αν και λιγότερο σημαντική, καταγράφηκε άνοδος και στις μεταγραφές χωρίς add-ons, από 3.07 εκατομμύρια ευρώ το 2013-2014 σε 4.57 εκατομμύρια το 2019-2020.
Η μεταγραφική αγορά του ποδοσφαίρου παρουσίασε ακόμη έντονη πληθωριστική τάση, με τις τιμές των παικτών να αυξάνονται λόγω της ζήτησης, των επιδόσεων και των συμβολαίων. Σύμφωνα με το οικονομετρικό μοντέλο του «CIES» που βασίστηκε σε 5.244 μεταγραφές μεταξύ 2013-2014 και 2022-2023 προέκυψε πως η μέση ετήσια αύξηση τιμών στις μεταγραφές ήταν 9%, ενώ μεταξύ 2013-2014 και 2019-2020 η άνοδος ήταν 13,8% ετησίως. Μετά την πανδημία (2020-2021) υπήρξε προσωρινή μείωση (-0,2%), αλλά ακολούθησε ανάκαμψη, με το συνολικό πληθωρισμό στις μεταγραφές να φτάνει το 116% με τα πρόσθετα μπόνους και το 90% χωρίς αυτά.
Ο πληθωρισμός των τιμών μεταβίβασης κατά την τελευταία δεκαετία παρουσίασε επιμέρους διαφοροποιήσεις. Όσον αφορά τη θέση του παίκτη σε σύγκριση με τη σεζόν 2013-2014 υπήρξε αύξηση κυρίως στους σέντερ μπακ (12,5% του ετήσιου πληθωρισμού) και τους φουλ μπακ (11,1%). Μικρότερη άνοδο γνώρισαν οι τερματοφύλακες (5,2%), ενώ πληθωρισμός παρόμοιου επιπέδου, λίγο πάνω από 8%, καταγράφηκε τόσο για τους χαφ, όσο και για τους επιθετικούς. Προοδευτική πτώση του πληθωρισμού σημειώθηκε με την αύξηση της ηλικίας των μεταγραφόμενων ποδοσφαιριστών. Η τιμή για εκείνους της ηλικίας των 21 ετών και κάτω κατά τη στιγμή της μεταγραφής κατά μέσο όρο αυξήθηκε στο 12,8%. Το 9,8% αφορούσε τους παίκτες που μεταγράφηκαν μεταξύ 22 και 25 ετών, μειώθηκε στο 7,0% για τα άτομα ηλικίας μεταξύ 26 και 29 και κυμάνθηκε στο 3,6% για τους ποδοσφαιριστές 30 ετών και άνω.
Στο επίπεδο της γεωγραφικής ζώνης πρόσληψης η διαφορά που παρατηρήθηκε ήταν μεταξύ των συλλόγων της Premier League και των ομάδων από τον υπόλοιπο κόσμο, καθώς ο πληθωρισμός των τιμών για τις μεταγραφές στους πρώτους ήταν μεγαλύτερος από αυτόν που καταγράφηκε για τις μεταγραφές στους δεύτερους (12,6% έναντι 8,5% για τους συλλόγους σε άλλα μεγάλα 5 πρωταθλήματα και 7,7% για τις υπόλοιπες ομάδες παγκοσμίως).
Οι ζημιογόνες ελληνικές ΠΑΕ και τα μεταγραφικά ban
Με τον εγχώριο ανταγωνισμό στην Ελλάδα να έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, ολοένα και περισσότερες ομάδες της χώρας επενδύουν στην ενίσχυση του έμψυχου δυναμικού τους προκειμένου να ανταπεξέλθουν, ωστόσο, η υπέρμετρη ανάγκη μεταγραφών μεγιστοποιεί τα χρέη των ομάδων σε μία μόνιμη αναντιστοιχία εσόδων και εξόδων για εκείνες. Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη απαγόρευση μεταγραφών στη Λαμία για τρεις αγωνιστικές περιόδους από την UEFA, με μοναδική προϋπόθεση άρσης της ποινής να είναι η τακτοποίηση των χρεών της. Ανάλογες ποινές επιβλήθηκαν το προηγούμενο διάστημα σε Άρη και ΟΦΗ, με τις ομάδες να διευθετούν τις οφειλές τους και να κλείνουν το θέμα.
Βάσει μίας έρευνας του «ΚΕΠΕ» αναφορικά με το χρηματοοικονομικό αποτύπωμα των ελληνικών ΠΑΕ, τους εταιρικούς φόρους και τις οφειλές προς το δημόσιο διαπιστώθηκε ότι η πλειονότητά τους είναι ζημιογόνες, με τις ζημίες που ανέρχονται στα 296,33 εκατομμύρια ευρώ σε επίπεδο 1ης κατηγορίας να ξεπερνούν κατά πολύ τα αθροιστικά κέρδη (σ.σ 28,67 εκατομμύρια ευρώ), ενώ το προκύπτον έλλειμμα εσόδων (σ.σ 267,66 εκατομμύρια ευρώ) σε σχέση με τα έξοδα αναπληρώνεται από τους μεγαλομετόχους τους. Οι αγωνιστικές περίοδοι μεταξύ 2015-2022 χαρακτηρίστηκαν από αρνητικό καθαρό εισόδημα, δηλαδή σημειώθηκαν σημαντικές ζημίες, οι οποίες κυμάνθηκαν από 36,52 εκατομμύρια ευρώ τη σεζόν 2015-2016 έως 66,97 εκατομμύρια τη σεζόν 2021-2022. Σύμφωνα με την ΑΑΔΕ οι οφειλές 15 ελληνικών ομάδων από τις 24 έναντι του Δημοσίου και του ΕΦΚΑ είναι ίσες με €1,14 δισεκατομμύρια ευρώ, με το μεγαλύτερο ποσό (98,5%) να αφορά οφειλές προς το Δημόσιο.
Παρά τις μεγάλες οικονομικές ζημίες που έχουν να διαχειριστούν οι ελληνικές ΠΑΕ, καταγράφουν συγχρόνως και αρνητικές τιμές στα κεφάλαιά τους κάτι που δεν αποτελεί απαραιτήτως ανησυχητικό σημάδι για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων τους. Αυτό συμβαίνει διότι το κράτος τους δίνει τη δυνατότητα μέσω του άρθρου 76Α του νόμου 2725/1999 περί «πλασματικής αξίας αθλητών» να καταχωρούν στα λογιστικά τους βιβλία μια εκτιμώμενη αξία των ποδοσφαιριστών τους, δηλαδή ότι «αξίζουν» ένα συγκεκριμένο ποσό χωρίς να τους έχουν πουλήσει ή αγοράσει πρόσφατα. Αυτό το ποσό δεν αντιπροσωπεύει πραγματικά χρήματα, αλλά μια εκτίμηση της αξίας τους στην αγορά, εντούτοις, προσμετράται στα κεφάλαια της εταιρείας με στόχο τη βελτίωση της οικονομικής της «εικόνας» και δεν προκύπτει πρόβλημα συνέχισης των δραστηριοτήτων της γιατί η αξία των αθλητών υπολείπεται αρκετά από την πραγματική τους.
Τα αυξανόμενα έξοδα των ΠΑΕ σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό και τη σύναψη υπέρογκων συμβολαίων που δεν αντιπροσωπεύουν την πραγματική αξία των αθλητών, έχουν οδηγήσει σε τακτικές μεγιστοποίησης των εσόδων τους και μέσω των εισιτηρίων. Χαρακτηριστικότερα παραδείγματα είναι εκείνα των ΠΑΟΚ, Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού, με τους πρώτους να αυξάνουν σταδιακά τις τιμές των εισιτηρίων διαρκείας τους. Στη θύρα 1 της Τούμπας η τιμή από 680 ευρώ το 2021-2022 ανήλθε στα 830 ευρώ την αγωνιστική περίοδο 2024-2025. Αντίστοιχα, οι τιμές στις θύρες 2-3 από 470 ευρώ αυξήθηκαν σε 590 ευρώ, ενώ στα VIP οι τιμές από 2.000 ευρώ γνώρισαν άνοδο 650 ευρώ. Το 2024 για τις δύο ομάδες της Αθήνας έφερε τροποποιήσεις στις τιμολογιακές τους πολιτικές, με τους μεν «πράσινους» να καταργούν τις προνομιακές τιμές που ίσχυαν μέχρι πρότινος και να ξεκινούν τις τιμές των διαρκείας τους από 295 ευρώ και τους δε «ερυθρόλευκους» να αυξάνουν τις τιμές των εισιτηρίων τους κατά 50-60%, αιτιολογώντας την εν λόγω άνοδο ως προσπάθεια εξίσωσης των εσόδων με τις υπόλοιπες μεγάλες ομάδες του ελληνικού πρωταθλήματος.
Συν τοις άλλοις, ενεργοποιήθηκε και το παιδικό εισιτήριο ως μία επιπρόσθετη πηγή εσόδων, ενώ μέχρι πρότινος οι ανήλικοι έως 14 ετών μπορούσαν να εισέλθουν δωρεάν στο γήπεδο. Η έρευνα της NRG δείχνει ότι, παρά τον πληθωρισμό, οι φίλαθλοι εξακολουθούν να επενδύουν δυναμικά στον αθλητισμό. Το 60% των Αμερικανών δήλωσε ότι συνεχίζει να παρακολουθεί αθλητικά γεγονότα ζωντανά, ενώ το 58% αγόρασε εισιτήρια ή προϊόντα σχετιζόμενα με ομάδες τους τελευταίους 6 μήνες. Μάλιστα, το 70% δήλωσε ότι θα προχωρήσει σε μελλοντικές αγορές για να αποφύγει περαιτέρω αυξήσεις τιμών. «Οι ομάδες αξιοποιούν αυτή τη σταθερή ζήτηση, αυξάνοντας τιμές και ενισχύοντας ψηφιακά έσοδα», ήταν το συμπέρασμα της προαναφερθείσας έρευνας.
Υπενθυμίζεται πως κατά τη διάρκεια της φετινής αγωνιστικής περιόδου η Stoiximan Super League κατέγραψε μειωμένη προσέλευση 1.512.774 θεατών στα γήπεδα και μέσο όρο 6.694 ανά αγώνα, με την επισήμανση πως το ντέρμπι που σημείωσε τη μεγαλύτερη προσέλευση ήταν το Παναθηναϊκός-Ολυμπιακός στις 6 Οκτωβρίου με 56.087 οπαδούς.