Αντρέ Βιεϊρίνια: Και όμως... δεν τα είπαμε όλα!
SHARE:

Λίγες ώρες πριν γραφτεί ο επίλογος μιας καριέρας που άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στον ΠΑΟΚ και στο ελληνικό ποδόσφαιρο, το SDNA επικοινώνησε με τους δικούς του ανθρώπους. Με εκείνους που ήταν εκεί όταν έσβηναν τα φώτα της Τούμπας. Με εκείνους που τον έβλεπαν χωρίς τη φανέλα, χωρίς το περιβραχιόνιο. Που γνώριζαν τον άνθρωπο πίσω από τον αρχηγό. Τον δικό τους Αντρέ.
Στοπ καρέ της ζωής του και της καριέρας του.
«Τι να πρωτοθυμηθούμε;», αναρωτιέται η Χριστίνα Βεργίδου, με φωνή που σπάει από τη συγκίνηση. Βλέπετε, είναι πολλά τα χρόνια. Πολλές οι στιγμές. Όλα μαζί, μια γεύση χαρμολύπης. Στο πρόσωπο του Αντρέ βρήκε τον αδερφό που δεν είχε ποτέ. Μια σχέση ουσίας, ήθους και καρδιάς. Μια σχέση ζωής.
Αυτή η αίσθηση τούς συνόδευε πάντοτε. «Αγαπάει ο Θεός αυτό το παιδί», λέει χωρίς δεύτερη σκέψη. «Μπορεί να του έφερε ατυχίες στη ζωή του, αλλά όλα του βγήκαν σε καλό…».
Ήταν το 2013 όταν άφησε τη Γερμανία και τη Βόλφσμπουργκ πίσω του και πήρε τον δρόμο για την Ελλάδα. Όχι για διακοπές, ούτε για διαπραγματεύσεις. Ήρθε γιατί ήθελε να περάσει τον πρώτο μεγάλο τραυματισμό της καριέρας του εκεί όπου ένιωθε ασφάλεια. Στη βάση του. Ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπούσε και εμπιστευόταν.
Διακόσιες μέρες εκτός. Μια αιωνιότητα για έναν ποδοσφαιριστή. «Χαιρόμασταν που ήταν κοντά μας, αλλά λέγαμε μέσα μας “γιατί να είναι εδώ γι’ αυτόν τον λόγο;”, θυμούνται όσοι τον έζησαν τότε. Κάθε μέρα έδινε τη μάχη του. Ήρεμα, πεισματικά, με βλέμμα καρφωμένο στην επιστροφή. Ήταν η πρώτη φορά που η καριέρα του φρέναρε απότομα. Αλλά δεν λύγισε. Όπως πάντα, στάθηκε στα πόδια του. Και ξανάπαιξε. Και ξανακέρδισε.
2019, μία χρονιά και πάλι λεπτής ισορροπίας ανάμεσα στην απόλυτη ευτυχία και τον πόνο. Στη χρονιά του ονείρου, όταν ο ΠΑΟΚ έσπασε την κατάρα των 34 χρόνων και κατέκτησε το πρωτάθλημα. Και όμως, μέσα στη μέθη της δόξας, η μοίρα φύλαγε ένα βάρος για τον αρχηγό.
Επιστρέφοντας από το εκτός έδρας ματς με τη Λάρισα, ο Αντρέ πονούσε. Κάτι δεν πήγαινε καλά με τον τραυματισμό. Την επομένη, οι δικοί του άνθρωποι κρατούσαν τα τηλέφωνα στο χέρι. Εκείνος είχε πάει εσπευσμένα στην κλινική για τον απαραίτητο έλεγχο. Η σιωπή πριν το χτύπημα του τηλεφώνου κράτησε για ώρες. Και όταν τελικά έφτασαν τα νέα, τα λόγια ήταν μαχαιριές: «Είναι όλα διαλυμένα στο γόνατό του».
«Να μην ξέρεις γιατί κλαις… Να τον βλέπεις να πανηγυρίζει, να λούζεται στην αποθέωση ενός γεμάτου γηπέδου, και μέσα σου να ξέρεις ότι μεθαύριο θα είναι στο χειρουργείο. Να αναρωτιέσαι: γιατί πάλι αυτός; Όλοι πανηγύριζαν με την ψυχή τους, κι εμείς… με έναν κόμπο στο λαιμό».
Οι μέρες που ακολούθησαν, γεμάτες ανησυχία. Ο στενός του κύκλος, εκείνοι που έπρεπε να δείχνουν δυνατοί για εκείνον, είχαν ήδη λυγίσει μέσα τους. Η απόφαση ήταν ειλημμένη: Πορτογαλία. Επέμβαση. Ακόμα ένας σταθμός στον δικό του Γολγοθά.
«Γιατί σκάτε ρε κορίτσια; Θα πάω εγώ μαζί του».
Η φωνή του Ανέστη Ασλανίδη ήχησε σαν βάλσαμο. Ο δικός του άνθρωπος, ο προπονητής φυσικής κατάστασης που στάθηκε δίπλα του από τον πρώτο του τραυματισμό. Από την πρώτη μέρα. Πάλι εκεί. Πάλι μαζί. Γιατί αυτή η μάχη, δεν ήταν η πρώτη. Μόνο που τώρα, ο Αντρέ ήξερε. Και αυτό, από μόνο του, ήταν τραγική ειρωνεία.
«Δεν καταλάβαινες ποτέ πόσο υπέφερε ο Αντρέ. Δεν σου έδινε το δικαίωμα να τον δεις λυπημένο, ή φοβισμένο. Σαν να ήθελε να σε προστατεύσει. Έβγαζε πάντα μια ηρεμία, ένα βλέμμα που έλεγε ‘όλα είναι υπό έλεγχο’», λέει ο Ανέστης.
Δεν ένιωσε ποτέ πως ζορίστηκε. Ή μάλλον όχι. Τον ζόρισε ο ίδιος, όταν τον έβαλε στο αυτοκίνητο για να βρεθούν από το Πόρτο, όπου είχε πραγματοποιηθεί η επέμβαση, στη Λισαβόνα, εκεί όπου έμεινε κάτι παραπάνω από δύο εβδομάδες για την αποκατάσταση. Αυτό το τρίωρο ταξίδι, ναι, του φάνηκε δύσκολο...
Όπως και το να βλέπει τον τελικό Κυπέλλου, τον ΠΑΟΚ να σφραγίζει το double, από το κρεβάτι της κλινικής. Η χρονιά του, δεν γινόταν να έχει τέτοιον επίλογο. Πηγαίνοντας στην πρωτεύουσα της Πορτογαλίας, σταμάτησαν στο δρόμο σε μία εκκλησία. Άναψαν ένα κεράκι, με την ελπίδα να πάνε όλα καλά...
Δεν ήταν όπως την πρώτη φορά. Τώρα είχε μάθει. Άκουγε κάθε σημάδι, κάθε σύσπαση, κάθε ήχο μέσα του. Κι έτσι, σε τέσσερις μήνες πάτησε ξανά στο χορτάρι. Σε πέντε, ήταν πίσω. Στη δράση. Εκεί που ανήκει.
«Έλεγε πως θα επιστρέψει σε 188 μέρες. Αυτό που άλλαξε τη δεύτερη φορά, ήταν πως ο Αντρέ ήταν πνευματικά πολύ δυνατός. Ήξερε καλά το σώμα του».
Η είδηση της επέμβασης στην Πορτογαλία έγινε γρήγορα γνωστή. Και η κλινική στο Πόρτο, απέκτησε ρυθμό επισκέψεων που θύμιζε κάτι παραπάνω από νοσοκομείο. Ήρθαν όλοι. Ο εμβληματικός Πέπε. Μέλη του τιμ της Εθνικής Πορτογαλίας. Παλιοί γνώριμοι. Όλοι με ένα χαμόγελο, μια κουβέντα, μια ευχή για τον αρχηγό του ΠΑΟΚ. Και στις λίγες εξόδους τους για φαγητό, θυμάται το τετ α τετ με τον Ζόρζε Ζέσους. Μια αγκαλιά, μια κουβέντα. Σεβασμός.
Ο Ανέστης δεν έφυγε στιγμή από δίπλα του. Και δεν έμεινε μόνο στην αποθεραπεία. Ήταν ο ίδιος που κλήθηκε να τον έχει σε ετοιμότητα και στο πιο δύσκολο καλοκαίρι της καριέρας του. Εκείνο της αναμονής. Της αβεβαιότητας. Όταν όλα έδειχναν πως ΠΑΟΚ και Βιεϊρίνια θα πάρουν διαφορετικούς δρόμους.
Νεάπολη. Καθημερινά. Εκεί έδιναν ραντεβού. Για προπονήσεις. Για ιδρώτα. Και όταν τελικά έπεσαν οι υπογραφές, όταν ο Αντρέ φόρεσε ξανά τα ασπρόμαυρα, η ικανοποίηση του Ανέστη δεν ήταν απλώς επαγγελματική. Ήταν προσωπική. Γιατί ήξερε. Ήξερε πως τα κατάφεραν. Μαζί.
Δεν ήταν οι τραυματισμοί το πιο δύσκολο κομμάτι. Ούτε η πίεση, ούτε τα παιχνίδια με το σώμα του στα όρια. Για τον «πυρήνα» που δημιούργησε στη Θεσσαλονίκη ο Αντρέ, το πιο σκληρό ήταν το «αντίο». Εκείνο το πρώτο, το μεγάλο, που τον πήγε στη Γερμανία. Στη Βόλφσμπουργκ.
Μέσα σε μόλις 12 ώρες πάρθηκε η απόφαση. Ήταν φρέσκος πατέρας - μόλις 2-3 μήνες πριν είχε έρθει στον κόσμο η μικρή του, η Κριστίνα. Δεν ήθελε να φύγει. Αλλά έπρεπε.
Κι αν ο ίδιος έδειχνε δυνατός, στην τελική μόνο η ψυχή του ξέρει πόσο δύσκολο ήταν.
Από την άλλη άκρη της γραμμής, η φωνή της κ. Χρυσάνθης. Μάνα, όχι εξ αίματος, μα από αγάπη. «Τι ξέρω εγώ από μπάλα για να σας πω;», λέει και ξεσπά. Για μια δεκαετία τον ένιωθε σαν την κόρη της, τη Βάσω. «Δεν τους ξεχωρίζω. Παιδί μου η μία, παιδί μου κι ο άλλος».
Το μεγαλύτερο κλάμα το έριξε εκείνο τον Γενάρη. Λίγες ώρες είχαν μόνο. Εκείνος να ετοιμάζεται για μια νέα ζωή, εκείνοι να παλεύουν με τον αποχωρισμό. Δεν ήξερε τότε πως κάθε αποχαιρετισμός στο αεροδρόμιο θα τους «λύγιζε» ξανά και ξανά.
Η σύζύγός του γυρνά πίσω το χρόνο, όχι με λέξεις, αλλά με βλέμμα. Στιγμές που δεν σβήστηκαν ποτέ. Το πρόσωπό της σκληραίνει για λίγο, σαν να προσπαθεί να κρύψει τη συγκίνηση. Μα η φωνή της μαλακώνει.
«Τον είδατε να κλαίει... Μα εγώ ήμουν εκεί. Το έζησα», λέει. «Δεν είχα ξαναδεί τον Αντρέ τόσο λυπημένο. Πετούσε μεσημέρι. Η Βόλφσμπουργκ του είχε δώσει λίγες μέρες άδεια, να μαζέψει τα πράγματά του. Δεν ήθελε να φύγει. Ούτε μπορούσε. Ήταν σαν να του ξεριζώνουν κάτι».
Και τότε, κάτω από το σπίτι, μαζεύτηκαν. Ο κόσμος του ΠΑΟΚ. Χωρίς κάλεσμα, χωρίς φωνές. Μονάχα για να του πουν «αντίο». Ο Αντρέ στεκόταν στην πόρτα, μια βαλίτσα στο χέρι. Πίσω του, το σπίτι του, η οικογένειά του, το παιδί του. Μπροστά του, το άγνωστο.
«Έφυγε και πήρε μαζί του κάτι απ΄ όλους μας», συνεχίζει η Βάσω.
Ίσως βαθιά μέσα μας να νομίζαμε πως αν ποτέ ξαναγύριζε, θα ήταν αργά. Θα ήταν ένας άλλος, κουρασμένος, ένας ακόμα που γύρισε για να περάσει. Όχι για να μείνει.
Αλλά γύρισε.
Και δεν γύρισε για να τελειώσει. Γύρισε για να συνεχίσει. Με την ίδια σπίθα στα μάτια. Με την ίδια φλόγα στην ψυχή. Για να δημιουργήσει κάτι περισσότερο από αυτό που άφησε πίσω.
Στο πρώτο του παιχνίδι μετά την επιστροφή, εκείνο το απόγευμα στην Τούμπα, η κ. Χρυσάνθη ήταν εκεί. Από τις λίγες φορές που το αποφάσισε. Το γήπεδο παραληρούσε: «Βιεϊρίνια, Βιεϊρίνια».
«Αχ, κορίτσι μου... Πόσο μου αρέσει όταν το φωνάζουν έτσι. Φοβερό, ε; Βιεϊρίνια, Βιεϊρίνια... Όταν το άκουσα, λέω: τι γίνεται εδώ; Πού είμαι;»
Δεν έχει να πει μεγάλες ιστορίες. Δεν χρειάζεται. Μιλά όπως νιώθει - απλά, καθαρά. Με συναίσθημα που δεν κάνει φασαρία αλλά σε διαλύει.
«Άραγε τι θα ζήσουμε την Κυριακή;», με ρωτά στο τέλος. Με έναν κόμπο στη φωνή. Θέλει να ξέρει κάτι παραπάνω, σαν να προσπαθεί να προετοιμάσει τον εαυτό της. Και τον άντρα της, τον κ. Κώστα.
«Δεν τα μπορεί αυτά, κορίτσι μου, με τη δημοσιότητα», μου λέει σχεδόν ψιθυριστά. Κι είναι αλήθεια. Ο κ. Κώστας ήταν πάντα εκεί, χωρίς ποτέ να φαίνεται. Στις αφίξεις στο αεροδρόμιο, στις επιστροφές από τραυματισμούς, στις δύσκολες μέρες. Πάντα δυο βήματα πιο πίσω από τις κάμερες. Αόρατος για τους πολλούς, αλλά ακλόνητος για έναν.
Άλλωστε, για εκείνους, δεν ήταν ποτέ απλά ο Βιεϊρίνια.
Ήταν, είναι και θα είναι ο δικός τους Αντρέ...