"Φέτος η τελευταία μου χρονιά στον ΠΑΟΚ"

Από basketplus.gr: Από μικρή μπήκε στα «γλυκά» βάσανα του μπάσκετ, μια επιλογή που ήταν από την αρχή επιλογή ζωής.
Πηγή: basketplus.gr
"Φέτος η τελευταία μου χρονιά στον ΠΑΟΚ"

Δυναμική, με καλή διάθεση και πάντα με ένα χαμόγελο στα χείλη η Λολίτα Λύμουρα, μία από τις κορυφαίες Ελληνίδες γκαρντ και σημαντικότερες αθλήτριες στο γυναικείο μπάσκετ, μιλά στο BasketPlus.gr για τη μέχρι τώρα εικοσαετή της πορεία στο χώρο, τον Αθηναϊκό, τον ΠΑΟΚ, τον Παναθηναϊκό, για το πώς φαντάζεται να κρεμάσει τα παπούτσια της αλλά και για την Εθνική ομάδα.

Η οικογένεια της τα έβγαζε δύσκολα πέρα, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε να ακολουθήσει το όνειρο της και να το πραγματοποιήσει. Σκληρή δουλειά, πολλές προπονήσεις, παιχνίδια από το ένα γήπεδο στο άλλο, σε ανοιχτό και κλειστό, έδωσε τους αγώνες της και εξελίχτηκε στο να γίνει από τις καλύτερες. Με ατού της, τις ασίστ. Όπως λένε άλλωστε και η ίδια είναι υπέρμαχος αυτού, «μια πάσα κάνει δύο ευτυχισμένους».

Εκτός απροόπτου η χρονιά που διανύει φέτος στον ΠΑΟΚ θα είναι και η τελευταία για τη Λολίτα Λύμουρα, με τη φανέλα του Δικεφάλου, τέσσερα όμορφα χρόνια στα οποία όπως μας λέει, βρήκε ξανά τον μπασκετικό της εαυτό. Σε ένα-δύο χρόνια, μετά το πρόσφατο αντίο στην Εθνική ομάδα, σκέφτεται να κλείσει την καριέρα της με στόχο μετά τη δημιουργία οικογένειας.

Εθνικός Πειραιώς, Εσπερίδες Καλλιθέας, Βίρτους Βιτέρμπο, Τζινάστικα Κομένζε, Αθηναϊκός, Πρωτέας Βούλας, Παναθηναϊκός και ΠΑΟΚ οι μέχρι τώρα ομάδες που αγωνίστηκε η 34 point guard, ενώ πρόσφατα σταμάτησε από την Εθνική ομάδα γυναικών, όντας μέλος της για μια εικοσαετία και γράφοντας 163 συμμετοχές (σε έξι πανευρωπαϊκά πρωταθλήματα και δύο παγκόσμια), κουβαλώντας παράλληλα πολλές διακρίσεις με όλες τις ομάδες που αγωνίστηκε (triplecrown με τον Αθηναϊκό, πρωτάθλημα, κύπελλο και Eurocup) ενώ έχει περάσει από όλα τα κλιμάκια της Εθνικής.

«Ξεκίνησα το μπάσκετ 11 ετών και στα 14-15 πήγα στις Εσπερίδες Καλλιθέας. Ήμουν πολύ τυχερή και ευλογημένη σε μία γενιά που έκανα το χόμπι μου επάγγελμα, γιατί προερχόμουν από μια οικογένεια που τα βγάζαμε πέρα δύσκολα, με τέσσερα παιδιά κι έτσι μέσα από το μπάσκετ κέρδισα όχι μόνο χρήματα, γιατί η οικογένεια μου είχε ανάγκη δε μπορούσε. Όταν ήμουν στα 14-15 ο πατέρας μου έκανε τρεις δουλειές για να μας μεγαλώσει, δεν είχε μεταφορικό μέσο, και για να πηγαίνω στο γήπεδο έκανα απόσταση μεγάλη– έχω μεγαλώσει στη Νίκαια, στον Πειραιά- μέχρι Καλλιθέα, από τα λεφτά που έπαιρνα τότε τα μισά τα έδινα στα ταξί, γιατί ήμουν πολύ μικρή και ο πατέρας μου τότε φοβόταν να πάρω λεωφορείο ή τρένο. Για να καταλάβεις, πριν μπω στο ταξί έβγαζα φωτογραφία την ταμπέλα από το ταξί και την έστελνα αν μου γίνει κάτι, να ξέρουν. Είμαι ευλογημένη, μέσα από το μπάσκετ, έκανα το χόμπι μου δουλειά, ζω από αυτό και από τα 15 έλεγα ότι θα κάνω μόνο αυτό. Λόγω του μπάσκετ, άνευ εξετάσεων μπήκα σε όποια σχολή ήθελα, επέλεξα τη φυσικοθεραπεία, δυστυχώς δεν πήγα όμως ποτέ.

Μετανιώνω για το ότι έπαιξα μόνο δύο χρόνια στο εξωτερικό. Όταν έφυγα από τις Εσπερίδες για να πάω έξω, ήμουν 21 ετών, έφυγα ως βασική παίκτρια. Έφυγα λοιπόν για να κυνηγήσω το όνειρο μου στο εξωτερικό, πήγα για δύο χρόνια στην Ιταλία και μετάνιωσα που έφυγα μετέπειτα από εκεί. Έχασα τον πατέρα μου και για οικογενειακούς λόγους γύρισα για να είμαι κοντά στη μητέρα μου.

Γύρισα αλλά έζησα μεγάλες στιγμές με το triple crown με τον Αθηναϊκό, που καμία ελληνική ομάδα δεν πιστεύω ότι θα φτάσει ξανά σε ευρωπαϊκό τίτλο, αυτό που κάναμε εμείς τότε. Βλέπουμε ότι και ο Ολυμπιακός που παίζει Eurocup, Euroleague αλλά δεν έχει καταφέρει να φτάσει τετράδα».

- Υπάρχει κάτι που δεν έχεις πραγματοποιήσει και θα ήθελες να κάνεις;

«Έπρεπε να σπουδάσω και δεν το έκανα, μόνο αυτό. Το μπάσκετ κάπου τελειώνει. Έχω πάρει την απόφαση να παίξω ακόμη ένα χρόνο και να τελειώσω την καριέρα μου όπως θέλω. Το μόνο που θέλω είναι αυτό που σου είπα νωρίτερα, ότι έπρεπε να παίξω λίγο περισσότερο στο εξωτερικό, μου πήγαινε η Ιταλία».

- Γιατί πιστεύεις ότι θεωρείσαι από τις κορυφαίες Ελληνίδες γκαρντ;

«Ήμουν τυχερή γιατί έμαθα δίπλα σε πολύ μεγάλες παίκτριες μπάσκετ, και στις Εσπερίδες που ήμουν βασική είχα δίπλα μου την Τούλα Καλέντζου, από τις Εθνικές ομάδες ακόμη, ήμουν πίσω από αυτήν, παίξαμε μετά και μαζί, έμαθα πάρα πολλά, έμαθα το ρόλο μου. Ακόμη και σήμερα να πεις σε μία κοπέλα μπες μέσα και δώσε μία ασίστ, μην κοιτάξεις να σκοράρεις, δε θα το κάνει. Εμένα περισσότερο μου αρέσει να δίνω πάσες, το «κορόιδο» που λένε σε μία ομάδα, παρά να σκοράρω. Βέβαια φέτος στον ΠΑΟΚ σκοράρω κιόλας, έχω θυμηθεί τα νιάτα μου, έχω περάσει από όλες τις φάσεις. Στην Εθνική Κορασίδων ήμουν πρώτη σκόρερ και στις ασίστ, μετά αυτό που μου άλλαξε το ρόλο μου ήταν όταν ήμουν στην Ιταλία, που έμαθα να κάνω ασίστ , το ρόλο δηλαδή του πλέι μέικερ να οργανώνω και να κάνω ασίστ. Έκανα καριέρα λόγω της πάσας. Μια πάσα κάνει δύο ευτυχισμένους, όπως λέει και ο Παναγιώτης Γιαννάκης».

- Ποιο ήταν το ερέθισμα σου για να ξεκινήσεις μπάσκετ στα 11;

«Έβλεπα τα αδέρφια μου, που έπαιζαν μπάσκετ και ζήλευα. Τα άλλα αθλήματα δεν μου ταίριαζαν. Από τότε που ασχολήθηκα με το άθλημα, δεν έκανα κάτι άλλο. Έπαιζα σε φτωχογειτονιές στη Νίκαια, περίμενα την ώρα να φύγω από το σπίτι να πάω να παίξω μπάσκετ, ήταν η διασκέδασή μας αυτή. Να πάω στο γήπεδο να παίξω με τη μπάλα, δεν είχαμε τότε ipad και τέτοια. Μου άρεσε να πηγαίνω και να ξεχνιέμαι, ήταν το παιχνίδι μου το μπάσκετ. Στα 13 έπαιζα Α' τοπικό (ΕΣΚΑΝΑ) και ήμουν πρώτη σκόρερ και όταν πήγα στις Εσπερίδες «γλυκάθηκα». Όταν από μικρή δηλαδή παίρνεις ένα σεβαστό ποσό. Πήγα Α2, ενώ με ζητούσαν τότε ομάδες όπως ο Σπόρτινγκ και ο Παναθηναϊκός. Ήθελα να παίξω, πάντα το έβλεπα ότι οκ είναι η δουλειά μου, αλλά το έβλεπα σαν παιχνίδι. Πήγα λοιπόν στις Εσπερίδες, στα 17 μου, έπαιζα 33λεπτά μ.ο. Παίζαμε ακόμη τότε Α' τοπικό σε ανοιχτά γήπεδα, έχω παίξει σε ένα Σαββατοκύριακο έξι παιχνίδια. Έχω φύγει από ένα παιχνίδι παγκορασίδων στο ημίχρονο και πήγα σε ένα άλλο παιχνίδι νεανίδων για να παίξω δεύτερο ημίχρονο και μαζί και σχολικό πρωτάθλημα».

- Μέχρι στιγμής η καλύτερη σου στιγμή ποια ήταν;

«Δε θα ξεχάσω ποτέ το triple crown. Ακόμη και τώρα που στο λέω ανατριχιάζω. Ήμασταν έξι ελληνίδες και έξι ξένες στη 12άδα, συνολικά 15 αθλήτριες, πήγαμε στο γήπεδο του Βύρωνα τότε, χωρητικότητας νομίζω 300-350 άτομα. Ήμασταν δύο ώρες πριν τον αγώνα εκεί και βλέπουμε κόσμο απ' έξω που περίμενε να μπει. Δεν το περιμέναμε, δεν το είχαμε ζήσει ποτέ. Κάναμε ζέσταμα και ήμασταν στον πάγκο και είχαμε τρελαθεί αλλά και αγχωθεί με την ατμόσφαιρα. Θυμάμαι η αρχηγός μας έλεγε «ξεκολλήστε, μπείτε». Χάσαμε αλλά είχαμε πάρει τη διαφορά. Σε αυτό το παιχνίδι θυμάμαι ότι έκανα λάθη, αλλά έβαλα ένα καθοριστικό τρίποντο το οποίο έχει μείνει. Δεν έχω ξαναπανηγυρίσει ποτέ έτσι, ούτε καλάθι, ούτε νίκη».

- Τι έκανε τότε τον Αθηναϊκό τόσο ξεχωριστή ομάδα και έφτασε στην κατάκτηση τριών τίτλων;

«Καταρχάς ο μαέστρος αυτής της ομάδας, ο προπονητής Τζωρτζης Δικαιουλάκος, όπως συνηθίζω να λέω, ο Ζέλικο Ομπράντοβιτςτου ευρωπαϊκού μπάσκετ, είναι τόσα χρόνια στη Ρωσία, κάνει τρομερή δουλειά. Από πίσω από την ομάδα ήταν ο τότε Δήμαρχος Νίκος Χαρδαλιάς, δεν μας έλειψε τίποτα. Όσο αστείο και αν φαίνεται ακόμη και τσίχλα να ζητούσες, ήταν εκεί ο φροντιστής να στη δώσει. Περνούσαμε πολύ χρόνο όλες οι κοπέλες μαζί, προπονήσεις, ταξίδια με την ομάδα. Συμβόλαια τρελά. Ήμασταν μία παρέα. Στο γήπεδο έμπαινε η μία, έβγαινε η άλλη, δεν υπήρχε διαφορά».

- Στο ΠΑΟΚ τι είναι αυτό που σε κράτησε; Συμπληρώνεις φέτος μια τετραετία.

«Ήρθα για ένα χρόνο. Πήγα στον Παναθηναϊκό –ήταν το όνειρο μου να βάλω την φανέλα του Παναθηναϊκού- αλλά τη φόρεσα σε «λάθος» χρονιά γιατί τότε το Ελληνικό έγινε Ολυμπιακός. Υπήρχε λοιπόν τότε μια αντιπαλότητα που εμείς σαν παίκτριες δεν γνωρίζαμε, όταν όλες οι παίκτριες (διεθνείς) παίζουν στον Ολυμπιακό και η μόνη παίκτρια από την Εθνική ομάδα εννοώ που έπαιζα στον Παναθηναϊκό, ήμουν εγώ, οι υπόλοιπες παίκτριες από την Εθνική, έπαιζαν στο εξωτερικό. Υπήρχε μια αντιπαλότητα που εγώ δεν την είχα ζήσει, δεν μπορούσα κιόλας να το διαχειριστώ, όταν παίζαμε Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός και ουσιαστικά δε μπορούσαμε ούτε να χαιρετηθούμε μεταξύ μας λόγω της αντιπαλότητας. Δεν μου έβγαινε όμως αυτό, πάντα έχω μάθει στο γήπεδο να είμαι με το χαμόγελο και να χαιρετάω τον κόσμο γιατί μου αρέσει αυτό που κάνω. Αγωνιστικά δεν βοήθησα στον Παναθηναϊκό, όσο έπρεπε και δεν έκανα τη χρονιά που ήθελα να κάνω κι έτσι αποφάσισα να φύγω.

Είχα συμφωνήσει να επιστρέψω στον Αθηναϊκό, δεν πήρα εγγυημένο συμβόλαιο και δεν το ρίσκαρα κι έτσι συμφώνησα να πάω στο εξωτερικό. Τότε λοιπόν με πήρε τηλέφωνο ο κ. Αγγελίδης και όταν μου έκανε την πρόταση γέλασα αρχικά, είχαμε επαφή για πρόταση και τα προηγούμενα χρόνια, του είπα όμως ότι αν πάω κάπου εκτός Αθηνών, θα είναι στο εξωτερικό, έτσι σκεφτόμουν τότε. Μετά μίλησα και με τον προπονητή, έχω και φίλες εδώ –είμαι από τις Αθηναίες που λατρεύω τη Θεσσαλονίκη- μίλησα και με το σύντροφο μου και έτσι πήρα την απόφαση».

«Φέτος θα είναι η τελευταία μου χρονιά στον ΠΑΟΚ»

«Πραγματικά δεν το έχω μετανιώσει. Ήρθα εδώ ο προπονητής μου έδωσε τα κλειδιά της ομάδας, βρήκα ξανά τον εαυτό μου και κάθε χρόνο βοηθάω περισσότερο, είμαι καλύτερη, μάλλον μου πάει αυτή η ομάδα και ο ρόλος που μου έχει δώσει ο προπονητής. Πάμε στην τέταρτη χρονιά. Κάθε χρονιά λέω ότι θα είναι η τελευταία, πέρσι ας πούμε στο τέλος της σεζόν είχα ευχαριστήσει τους πάντες. Φέτος θα φύγω αλλά έχοντας κάνει πραγματικούς φίλους.

Είναι η τελευταία μου χρονιά, πρέπει να σωθεί και η ομάδα γιατί είχαμε αναποδιές. Έχουν μείνει 1-2 μήνες ακόμα. Νομίζω ότι πρέπει να γυρίσω στην πόλη μου, το νιώθω και με το σύντροφο μου νομίζω ότι δεν μπορούμε άλλο την απόσταση, μου λείπουν η μητέρα μου, τα ανήψια μου. Φέτος ήταν λίγο πιο δύσκολη χρονιά, αρρώστησα και αισθάνθηκα κατά μία έννοια, πως είναι να είσαι μόνη σου. Φυσικά δεν μου έλειψε κάτι, πέρσι ας πούμε ο κ. Αγγελίδης κατευθείαν έτρεξε κοντά μου, όταν ασθένησα, όπως και φέτος που είχα ένα πρόβλημα με τη μέση μου. Τρία χρόνια τώρα στον ΠΑΟΚ δεν έχω χάσει ποτέ ούτε ευρώ. Μου έχουν φερθεί όλοι πολύ καλά. Αν και φέτος είχα πρόταση από Αθήνα με το ίδιο συμβόλαιο, δεν ήθελα να φύγω από τον ΠΑΟΚ να πάω σε μία άλλη ομάδα, επειδή τώρα ανέβηκε και να φύγω μόνο για τα λεφτά, δεν μου πάει. Όταν είχα έρθει στη Θεσσαλονίκη, όλοι μου έλεγαν τι κάνεις εσύ εδώ και γιατί ήρθες. Ήμουν η πρώτη διεθνής από Αθήνα που είχε έρθει να παίξει μπάσκετ στη Θεσσαλονίκη. Μην πας στον ΠΑΟΚ μου έλεγαν... θα χάσεις λεφτά. Κάτι που δεν έγινε ποτέ. Έζησα την καλύτερη περίοδο του συλλόγου σε όλα τα επίπεδα και είμαι υπερήφανη για αυτό.

Θα ήθελα σε αυτό σημείο να πω κι ένα μεγάλο ευχαριστώ στους ανθρώπους που πάντα με προσέχουν. Στον κύριο Βιολίδη που είναι αγνός ΠΑΟΚτσής. Ο κ.Αγγελίδης επίσης είναι πάντα δίπλα μου. Λέω αν ποτέ ακούσω να μιλάει άσχημα κάποια για τον κύριο Αγγελίδη, θα είναι σαν να βρίζει ένα δικό μου άτομο. Επίσης τον κ. Δημοκράτη Παπαδόπουλο, ότι έχω ζητήσει δε μου έχει λείψει ποτέ κάτι».

-Πώς θα ήθελες λοιπόν να κλείσεις την καριέρα σου;

«Θα τελειώσω την καριέρα μου, όπως μου αξίζει. Σε ένα, το πολύ δύο χρόνια. Το σχέδιο μετά είναι ότι θέλω να κάνω οικογένεια. Πριν ξεκινήσει αυτή η χρονιά που διανύουμε έλεγα ότι θα κλείσω την καριέρα μου στον ΠΑΟΚ αλλά επειδή βλέπω ότι ακόμη μπορώ να παίξω καλά σε υψηλό επίπεδο, θέλω να παίξω και να σταματήσω όταν ακόμη είμαι ψηλά. Το να παίζω και να με βάζουν για το όνομα μου, δεν το δέχομαι ούτε εγώ. Βλέπω όμως ότι ακόμη μπορώ να παίξω, οπότε σκέφτομαι να κλείσω την καριέρα μου στην Αθήνα. Βέβαια ποτέ δεν ξέρεις τι θα γίνει. Αν εδώ ήταν η οικογένεια μου, πραγματικά θα ήταν ότι καλύτερη απόφαση να έρθω για τέσσερα χρόνια εδώ».

«Το μπάσκετ ήταν η διέξοδος μου»

- Πώς ήταν η εμπειρία στο εξωτερικό; (αγωνίστηκε για μια διετία, 2007-2009 στις Βίρτους Βιτέρμπο και ΤζινάστικαΚομένζε, στην Ιταλία)

«Πήγα στην Ιταλία σε μία ομάδα που έπαιζε Α1, έπαιζα κι εκεί 33 λεπτά μ.ο.. Η ομάδα ήταν σε ένα χωριό στη Ρώμη. Με πλησίασε μετά από ένα παιχνίδι της Εθνικής ένας Ιταλός μάνατζερ, και ζήτησα στον κόουτς τον κ. Τάκη Μπακογιώργο να βοηθήσει για να συνεννοηθούμε και έτσι έγινε η επαφή. Ήθελα να πάω σε μία ομάδα που να είμαι ηγέτιδα. Έφυγα από τις Εσπερίδες τότε με τίτλους. Στην Ιταλία όταν πήγα, ήρθε μαζί και η μητέρα μου. Η επικοινωνία γινόταν ως εξής: Ο προπονητής μου μιλούσε μόνο ιταλικά, τα έλεγε στον μάνατζερ μου και αυτός στη μητέρα μου. Στο γήπεδο τα έπαιρνα βέβαια κατευθείαν. Μέσα σε ένα μήνα, με ένα λεξικό και με την παρέα με τις Ιταλίδες παίκτριες έμαθα ιταλικά. Μου άρεσε πάρα πολύ, μου πήγαινε πολύ.

Μετά πήγα στο Κόμο, μου έκαναν πρόταση να μείνω και την επόμενη χρονιά. Έχασα όμως τον πατέρα μου, η μητέρα μου δεν ήθελε να μείνει στην Ιταλία κι έτσι γύρισα πίσω».

- Πώς το διαχειρίστηκες όλο αυτό;

«Από πολύ μικρή έχω ζήσει μόνη μου, στα 17 έχασα τον αδερφό μου, στα 23 τον πατέρα μου. Όταν έχασα τον αδερφό μου, ήταν Παρασκευή, την Κυριακή ήταν η κηδεία και μετά πήγα και έπαιξα σε παιχνίδι. Μου έλεγαν πως μπορείς; Αυτό που έλεγα και τότε είναι ότι μέσα από το μπάσκετ ξεχνιέσαι, ήταν η διέξοδος μου, πήγαινα και ξεχνιόμουν, ήταν το μόνο που με έκανε να ξεχαστώ».

- Στο ελληνικό γυναικείο μπάσκετ, τι θα άλλαζες;

«Τα πάντα. Είχα πει κάποια στιγμή ότι δεν υπάρχουν ταλέντα και φάνηκα κακιά. Υπάρχουν ταλέντα και νέες παίκτριες που αξίζουν και κάποιοι κατηγορούν ότι πάνε στα Πανεπιστήμια, ναι αλλά εκεί θα κάνουν και προπόνηση και θα εκπαιδευτούν. Πέρσι ας πούμε είχαμε την καλύτερη παίκτρια της ηλικίας της, την Ιωάννα Κριμίλη, η οποία αποφάσισε να πάει στην Αμερική. Είμαι μαζί της, γιατί θα σπουδάσει κιόλας, θα έχει ένα χαρτί και θα γίνει καλύτερη σαν αθλήτρια.

Δεν πιστεύω όμως ότι οι πιο νέες αθλήτριες δεν βρίσκουν μια ώρα για να αφήσουν για λίγο το διάβασμα και να κάνουν προπόνηση. Φυσικά πρώτα είναι σχολείο-σπουδές καθώς πλέον από το μπάσκετ δε ζεις, έχουμε μείνει λίγες Ελληνίδες παίκτριες που ζούμε από αυτό. Κάθε χρόνο είναι και χειρότερα τα πράγματα. Το πρωτάθλημα είναι χειρότερο από πέρσι. Βλέπεις και κάποιες πιο νεαρές αθλήτριες που ζητάνε λεφτά και ποσά χωρίς ακόμη να έχουν παίξει. Τώρα τα κορίτσια νομίζω έχουν άλλες προτεραιότητες. Τα νέα παιδιά τα περιμένουν όλα εύκολα».

«Μου λείπει πολύ να ακούω τον ύμνο της Εθνικής»

- Το περασμένο καλοκαίρι έκλεισε και το κεφάλαιο Εθνική ομάδα για σένα. Τι σε οδήγησε σε αυτή την απόφαση;

«Πιστεύω ότι άντεχα να παίξω κι άλλο, στα προκριματικά. Έχω πάει σε έξι Πανευρωπαϊκά και δύο παγκόσμια. Σταμάτησε όμως η Στέλλα Καλτσίδου και τελευταία δεν ήταν η ίδια παρέα. Ξεκινήσαμε όλες μαζί το 2006, ήμασταν ο κορμός επτά άτομα. Το Πανευρωπαϊκό θα είναι σε δύο χρόνια και δεν το έβλεπα ότι θα παίξω τόσο μακριά. Νομίζω λοιπόν ότι ήταν η κατάλληλη ώρα. Είμαι ευγνώμων πραγματικά. Έχω ρεκόρ συμμετοχής στις κορασίδες, και σκόρερ. Με βοήθησε πάρα πολύ γενικά ο πρώτος προπονητής μου ο κ. Τάκης Μπακογιώργος που είναι και τώρα προπονητής, ήταν για μένα σαν πνευματικός μου πατέρας συνηθίζω να λέω ότι με πήρε από τα αλώνια στα σαλόνια. Όταν από τα ανοιχτά γήπεδα που έπαιζα, πήγα στο ΟΑΚΑ για μένα ήταν κάτι πολύ μεγάλο στα μάτια μου.

Η Εθνική ομάδα για μένα είναι μεγάλο κεφάλαιο. Δε θα το ξεχάσω ποτέ. Μου λείπει πολύ να ακούω τον ύμνο μας. Όταν πήγα στη Χαλκίδα και είδα την ομάδα, ήμασταν με την Καλτσίδου, τη Μάλτση και τη Σταμάτη αγκαλιαστήκαμε κι εμείς στην εξέδρα, το λέω ακόμη και τρελαίνομαι. Πιστεύω όμως ότι η παρέα που ήμασταν κάποτε είχε σταματήσει να υπάρχει και το έβλεπα ότι πλέον είναι το τέλος.

Είχα τον προπονητή και στην ομάδα, τον είχα και στην Εθνική...(γέλια). Είμαι πολύ χαρούμενη για τον κ.Μασλαρινό που είναι στην Εθνική, του εύχομαι τα καλύτερα. Μου έδωσε την ευκαιρία να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Από όλους τους προπονητές έμαθα κάτι. Ο κ.Μίσσας άλλαξε πολύ τη νοοτροπία και το πώς σκεφτόμαστε οι παίκτριες της Εθνικής ομάδας, μας βοήθησε πάρα πολύ. Χρωστάω πολλά στον Τζωρτζη Δικαιουλάκο, με πήρε στον Αθηναϊκό και έζησα όλο αυτό. Επίσης ο προπονητής που με πήρε από το βόλεϊ τότε στο μπάσκετ, ο Αντώνης Χατζηκυριάκος».

«Τρέλα και αγάπη για την μηχανή»

- Στον ελεύθερο χρόνο σου τι κάνεις; Έχεις κάποιο χόμπι;

«Οδηγώ από πολύ μικρή μηχανή. Το πρώτο μηχανάκι το απόκτησα από ένα λαχνό σε ένα χορό των Εσπερίδων. Ανέβηκα στα κυβικά σιγά σιγά. Η μεγάλη αγάπη είναι η μηχανή μου. Μου αρέσει πολύ ο Αντώνης Ρέμος, γενικά ακούω ελληνική μουσική, μου αρέσει να πηγαίνω σινεμά με τον σύντροφο μου, με φίλους, με τη μαμά μου και επίσης shopping και βιτρίνα therapy (γέλια)».

Διαβάστε ακόμη...