Η ιστορία ενός αετού-ένα παραμύθι για τον ΠΑΟΚ
SHARE:

– Μαμά, σε πόση ώρα θα είναι έτοιμο το φαγητό;
– Θέλει ακόμα... Κάντε λίγο υπομονή. Γιατί δεν πάτε με τον μπαμπά και τον παππού στον κήπο να περάσει λίγο η ώρα;
Ο Γιώργος κι η Ελενίτσα βγαίνουν στον κήπο, όπου βρίσκουν τον μπαμπά και τον παππού.
-Mπαμπά, η μαμά είπε να κάτσουμε εδώ μαζί σας μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό, είπε ο Γιώργος.
-Αλλά τι θα κάνουμε; Θα βαρεθούμε! , είπε η Ελενίτσα και ξεφύσηξε.
-Α μπα! Τόσο βαρετοί σου φαινόμαστε δηλαδή; ρώτησε δήθεν πειραγμένος ο μπαμπάς τους.
-Ε λοιπόν, εγώ θα σας κάνω να μην βαρεθείτε καθόλου! Μην σας πω ότι θα σας φωνάζει η μαμά σας για φαγητό κι ούτε θα θέλετε να πάτε, είπε ο παππούς χαμογελαστός.
– Και πώς θα το κάνεις αυτό παππού; ρώτησε η Ελενίτσα. Εγώ πεινάω.
– Θα σας πω μια ιστορία...
-Πάλι ιστορία; Και στο σχολείο ιστορία... Και εδώ ιστορία.., δυσανασχέτησε ο μικρός.
-Αμέσως να αρχίσεις τις εξυπνάδες εσύ! Εγώ θα σας πω μια ιστορία άλλη, διαφορετική, που θα σας αρέσει περισσότερο από αυτήν που ακούτε στο σχολείο, είπε ο παππούς.-Μα τι ιστορία θα τους πεις; ρώτησε όλος περιέργεια ο πατέρας των παιδιών που τώρα είχε την ίδια αγωνία μ' εκείνα ν' ακούσει τι θα πει ο παππούς.
-Θα σας πω για την ιστορία του ΠΑΟΚ, της ομάδας μας.. Της ομάδας της δικής μου, του πατέρα σας, της δική σας ομάδας και γιατί όχι, και των παιδιών σας ακόμα!
-Και δηλαδή παππού εσύ είσαι ΠΑΟΚ από μικρός; Από τότε που ήσουν σαν εμάς; ρώτησε το κοριτσάκι.
-Ακριβώς! Θυμάμαι τον πατέρα μου που μ' έπαιρνε από το χέρι και ξεκινούσαμε απ' το σπίτι μας στα δυτικά για να φτάσουμε στο γήπεδο. Τότε παιδιά, το γήπεδο ήταν στο κέντρο, στο Συντριβάνι, εκεί δηλαδή που είναι τώρα τα πανεπιστήμια. Και μάς έδινε η μητέρα μου ψωμί για κολατσιό, που ήταν όμως ξερό, μπαγιάτικο. Πολύς κόσμος ήταν σαν εμάς τότε, έπαιρνε το ξεροκόμματο να φάει στο γήπεδο. Από αυτό, παιδιά μου, βγήκε η φράση "ΠΑΟΚ και ξερό ψωμί", γιατί ήταν πολλοί σαν και μας τότε. Μη βλέπετε που σήμερα έχουν αλλάξει τόσο τα πράγματα, και όταν πάμε στο γήπεδο είναι σαν να πηγαίνουμε σε γιορτή, σε πανηγύρι... Γύρω απ' το γήπεδο οι μικροπωλητές, τα μαγαζιά γεμάτα από κόσμο που κάνει προγνωστικά, κόσμο ζωντανό και παθιασμένο, που πιάνεται μετά το ματς για τις φάσεις ή για το ποιος θα κεράσει για τη νίκη της ομάδας.
Τα παιδιά γέλασαν κι ο παππούς συνέχισε τη διήγησή του:
-Λοιπόν, η ιστορία του ΠΑΟΚ μας δεν αρχίζει στη Θεσσαλονίκη, ούτε καν στην Ελλάδα. Η ιστορία του ξεκινά πριν καν ακόμα ιδρυθεί επίσημα. Θα έχετε, βέβαια, μάθει στο σχολείο για την μικρασιατική καταστροφή το 1922. Τότε πολλοί Έλληνες που ως τότε ζούσαν και δούλευαν στην Τουρκία εκδιώχθηκαν κακήν κακώς. Το ίδιο φυσικά έζησαν κι οι Τούρκοι που ζούσανε ως τότε στην Ελλάδα. Οι γονείς μου ήταν από την Προύσα, μια πόλη πλούσια και φημισμένη για το εμπόριό της, αναγκάστηκαν όμως κι αυτοί να φύγουν μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες και να έρθουν στην Ελλάδα.
-Ναι, τα έχουμε μάθει αυτά!, αναφώνησε η Ελενίτσα. Έρχονταν στοιβαγμένοι σε πλοία, κάποιοι – μας είπε μάλιστα η δασκάλα- ότι δεν κατάφεραν να φτάσουν ποτέ. Και ξέρουμε ότι πήγαν σε διάφορες πόλεις. Στη Θεσσαλονίκη, το Βόλο, τον Πειραιά.. Μένανε σε παράγκες και ήταν φτωχοί. Η δασκάλα μας είπε ακόμη, ότι οι ντόπιοι τους απέφευγαν και τους περιφρονούσαν. Τους φώναζαν Τούρκους, αλλά αυτοί δεν ήταν Τούρκοι.
-Ακριβώς όπως τα λες είναι, είπε κι ο πατέρας. Αλλά οι άνθρωποι αυτοί δεν ήθελαν να φύγουν απ' τα σπίτια τους, απ' τις δουλειές και τα μέρη τους. Πονούσαν γι' αυτά που άφησαν πίσω κι ήλπιζαν ότι κάποια μέρα θα επιστρέψουν.
-Όσο όμως ο καιρός περνούσε, συνέχισε ο παππούς, έβλεπαν πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο κι αποφάσισαν ότι έπρεπε να φτιάξουν τις ζωές τους απ' την αρχή στον νέο τόπο που ήρθαν. Ξαναφτιάξανε, λοιπόν, τα νοικοκυριά τους, τις δουλειές τους, όλα τους τελοσπάντων, μα ήταν άνθρωποι ανήσυχοι και δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς τις χαρές και τις απολαύσεις της ζωής. Είχαν ενδιαφέροντα όπως ο αθλητισμός.
-Έτσι το 1926 μερικοί άνθρωποι με μεράκι για τον αθλητισμό, αποφάσισαν να ιδρύσουν στη Θεσσαλονίκη, την κατεξοχήν προσφυγούπολη, έναν αθλητικό σύλλογο και του έδωσαν το όνομα Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινοπολιτών, ή όπως συνηθίζουμε να το λέμε σήμερα, ΠΑΟΚ. Ήθελαν τα χρώματα της ομάδας να είναι το κίτρινο και το μαύρο, που ήταν τα χρώματα του Βυζαντίου, αλλά αυτά ήδη τα φορούσε η άλλη ομάδα της πόλης, ο Άρης. Έτσι, κατέληξαν στο άσπρο και το μαύρο. Το μαύρο για να θυμούνται όσα περάσανε, για τις άσχημες στιγμές και για τα όσα άφησαν πίσω, και το άσπρο για τις καλές στιγμές που έρχονται, για τα όνειρα και τις ελπίδες τους. Γιατί ήταν άνθρωποι που δεν το έβαζαν εύκολα κάτω, είπε ο πατέρας τους.
-Το πρώτο έμβλημα της ομάδας ήταν ένα τετράφυλλο τριφύλλι μέσα σ' ένα πέταλο, το οποίο βρισκόταν πάνω στο πακέτο με τα τσιγάρα ενός εκ των ιδρυτών και συμβόλιζε την καλή τύχη. Γρήγορα, όμως, αποφάσισαν να το αλλάξουν και ο δικέφαλος αετός πήρε τη θέση του, είπε ο παππούς.
-Α! Επειδή ο δικέφαλος αετός ήταν το σύμβολο του Βυζαντίου; είπε ο Γιώργος.
-Ναι, και τα κεφάλια του κοιτούν το ένα στην ανατολή και το άλλο στη δύση, ένα μπροστά κι ένα πίσω, όπως ο ΠΑΟΚ. Αλλά τα φτερά του είναι κλειστά, γιατί είναι θρηνεί για το παρελθόν του. Για τα δύσκολα που πέρασε, συμπλήρωσε ο παππούς.
-Κι ο ΠΑΟΚ πέρασε δύσκολα κι αυτός στην πορεία του ως σήμερα. Ήρθανε στιγμές χαράς, μα και πίκρας. Φτώχειες και γκρίνιες μα και στιγμές δόξας! Ήμασταν και είμαστε πάντα μια μεγάλη ομάδα, είπε ο πατέρας.
-Μα έχουμε πάρει μόνο δύο πρωταθλήματα ρε μπαμπά! Έτσι δεν είναι; Το 1976 και το 1985, σωστά μπαμπά; ρώτησε η Ελενίτσα κάπως μπερδεμένη.
-Και κύπελλα πάλι λίγα έχουμε. Μόνο πέντε ρε μπαμπά, τα ξέρω... Το 1972, το 1974, το 2001, το 2003 και το 2017, είπε ο μικρός.
– Τα κύπελλα δεν κάνουν τις μεγάλες ομάδες! , τους μάλωσε ο παππούς τους. Μεγάλος γίνεσαι όταν παίζεις με σθένος, όταν παίζεις με την ψυχή σου, όταν παλεύεις με ό, τι έχεις και δεν έχεις, όταν πας κόντρα σε ομάδες Γολιάθ, εσύ ένας μικρός Δαυϊδ, όταν ακόμα κι ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ίσως ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών, υποκλίνεται μπροστά στον λαό σου, στους οπαδούς σου και στην ατμόσφαιρα που γεννάνε μες στην Τούμπα.
-Ήρθε ο Μαραντόνα στην Τούμπα; ρώτησε το αγοράκι τον πατέρα του.
-Ναι, το 1988 όταν έπαιζε στην ιταλική Νάπολι. Θυμάμαι είχε λήξει 1-1 μες στην Τούμπα, είπε ο πατέρας τους.
-Μπαμπά ήσουν εκεί; ρώτησε η Ελενίτσα.
-Μα φυσικά! Ακόμα θυμάμαι τι έγινε στην Τούμπα όταν έβαλε το γκολ ο Σκαρτάδος! Μα τι παίχτης ήταν αυτός!
-Όχι, καλύτερος απ' τον Μεγαλέξανδρό μας, τον Κούδα. Τέτοιο δεκάρι δεν ξαναείδε ο ΠΑΟΚ, αλλά εσύ πού να θυμάσαι.. Αχ, δεν υπάρχουν τέτοιοι παίκτες σήμερα..
-Μα έλα τώρα παππού, πώς δεν υπάρχουν τέτοιοι παίκτες!
-Και να 'τανε μόνο η Νάπολι παιδιά, ξαναμίλησε ο πατέρας, εγώ που με βλέπεις είχα πάει το '91 στη Γενεύη. Καταπληκτικό ταξίδι, πόση ανυπομονησία θυμάμαι! Πηγαίναμε στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης στο μπάσκετ, παίζαμε με τη Σαραγόσα. Ήμασταν περίπου 6.000 ΠΑΟΚτσήδες και το μυαλό μας είχε τρελαθεί. Ανυπομονούσαμε να σηκώσουμε την κούπα. Και τα καταφέραμε! Γυρίσαμε το παιχνίδι, από εκεί που χάναμε με 8 πόντους διαφορά! Μα το καλύτερο ήταν πως απ' τα πανηγύρια μας μετά, το σπάσαμε το κύπελλο! Χαλάλι, τέτοια κύπελλα δεν τα παίρνεις κάθε μέρα.
-Και μην ξεχνάς γιε μου, είπε ο παππούς, ότι ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός τίτλος που πήρε ελληνική ομάδα μετά το 1968. Δεν ήταν συνηθισμένη η χώρα μας σε τέτοιες διακρίσεις, είπε ο παππούς. Αλλά τώρα που είπες για μπάσκετ, ξέρεις τι άλλο θυμήθηκα; Θυμάσαι τότε που παίζαμε με τη Ρεάλ Μαδρίτης το '92 στη Ναντ; Τότε που από εκείνο το λάθος του Φασούλα στα τελευταία δευτερόλεπτα, πέρασε η Ρεάλ μπροστά και πήρε το κύπελλο; Πραγματικά, δεν θα ξεχάσω τον Μπάνε Πρέλεβιτς που έκλαιγε, χάσαμε το κύπελλο μέσα απ' τα χέρια μας, είπε ο παππούς.
-Ουάου! Δεν το ήξερα ότι έχουμε παίξει με τη Ρεάλ Μαδρίτης!, είπε ο Γιώργος.
-Φυσικά, και με τη Ρεάλ, με την Μπάγερν, την Τότεναμ, την Άρσεναλ και πόσες άλλες ακόμα, είπε ο παππούς.
-Τι ωραία με την Άρσεναλ! Είχαμε παίξει το '97 θυμάμαι. Την είχαμε νικήσει στην Τούμπα 1-0, και στο γήπεδό της είχαμε φέρει ισοπαλία με γκολ του Ζήση Βρύζα και την αποκλείσαμε. Ο ΠΑΟΚ μας, την Άρσεναλ! Θρίαμβος!, είπε ο πατέρας τους πραγματικά ενθουσιασμένος.
-Η ατμόσφαιρα σ' εκείνο το ματς ήταν καταπληκτική! Γιατί ήταν όλη η οικογένεια του ΠΑΟΚ μαζεμένη εκεί, ήταν ΠΑΟΚτσήδες από κάθε πλευρά της Ευρώπης, που είχαν πάει μετανάστες και ζούσαν χρόνια μακριά από την Ελλάδα και την αγαπημένη τους ομάδα. Τη στήριζαν όμως, όπως τους στήριζε κι εκείνη και ποτέ δεν έλειπαν από τα ευρωπαϊκά γήπεδα που έπαιζε ο ΠΑΟΚ. Για πες στα παιδιά την ιστορία με το μετρό, είπε ο παππούς.
-Ποια ιστορία; ρώτησαν τα παιδιά.
-Ήταν τότε που γυρνούσαμε από το Χάιμπουρι κι είχαμε πάρει όλοι οι ΠΑΟΚτσήδες το μετρό, και πανηγυρίζαμε, φωνάζαμε, χοροπηδούσαμε... Πραγματικά δεν ξέραμε τι να κάνουμε απ' τη χαρά μας! Ουρλιάζαμε: "Θα το εκτροχιάσουμε!!" και στ' αλήθεια κοντεύαμε να το εκτροχιάσουμε το μετρό του Λονδίνου..
-Ποια καλά παιδιά θα πλύνουν τα χέρια τους; Έτοιμο το φαγητό!, ακούστηκε η φωνή της μαμάς από την κουζίνα.
-Ωχ ρε μαμά, τώρα βρήκες; Πάνω στο καλύτερο! γκρίνιαξε ο Γιώργος.
-Ελάτε είπα, κι αφήνετε τις ιστορίες για μετά το φαγητό, είπε η μαμά τους.
– Δεν έχει άλλες ιστορίες, είπε ο παππούς. Τα υπόλοιπα θα τα ανακαλύψετε μόνοι σας. Έτσι πρέπει. Στο γήπεδο, στα παιχνίδια, στους αγώνες... Γιατί εμείς είμαστε το αριστερό κεφάλι του αετού κι εσείς το δεξί. Τώρα πρέπει να δείτε μπροστά.